Είναι ο ακατάστατος, ο ασταθής, ο από δω κι από κει.
Από το τούρκικο derbeder που σημαίνει το ίδιο.
Kαρδιά μου ντερμπεντέρισσα...
Είναι ο ακατάστατος, ο ασταθής, ο από δω κι από κει.
Από το τούρκικο derbeder που σημαίνει το ίδιο.
Kαρδιά μου ντερμπεντέρισσα...
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει φύγε, ουστ, τζάζω, ξεκουμπίδια, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια κλπ.
Από το γαλλικό allez-vous en που σημαίνει το ίδιο.
Μάγκες, μπήκε ελεγκτής στο λεωφορείο, ώρα να τη κάνουμε αλεβουζάν.
Got a better definition? Add it!
Γυροβολιά, στροβιλισμός, περιστροφή, στριφογύρισμα γύρω από τον εαυτό μου.
Υπάρχει και το ρήμα φουρλίζω - φουρλίζομαι.
- Κάνε μια φούρλα ακόμη, μανάρι μου.
- Αχ, δε μπορώ άλλο, ζαλίστηκα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ερωτηματική έκφραση απορίας που σημαίνει «από πού, κι ως πού;», «πώς προκύπτει;», «από πού βγαίνει;»,«τι 'ναι πάλι τούτο», «πού το βρήκες αυτό πάλι;», «πώς το διαπίστωσες», «πώς γίνεται και ..», «πώς γίνεται να ...» κλπ κλπ.
Από το τούρκικο «nereden nereye», που σημαίνει «από πού, μέχρι πού», το οποίο χρησιμοποιείται παρομοίως.
Λέγεται και νερεντενερέ.
- Νερντενερέ γυρεύεις τόσον παρά για ένα ψιλό μερεμέτι;
Got a better definition? Add it!
Το χρηματικό αντίτιμο γενικότερα, σε κάθε του μορφή. Συχνά και στον πληθυντικό: παράδες.
Από την ομώνυμη τούρκικη νομισματική μονάδα.
Επίσης μπαγιόκο, φράγκα, γκαφρά, μπακίρι, μουρμούρια, μπακοτσέτουλα, αργύρης, χρήματα, λεφτά, όβολα, τάλαρα κλπ κλπ.
-Με κείνη τη δουλειά τότενες, κονομίσαμε καλές παράδες.
Got a better definition? Add it!
Το αλητάκι, το μαγκάκι.
Πάντα αναφέρεται σε παιδί και συχνότερα με τους τρυφερούς υπαινιγμούς ενός άγουρου βιοπαλαιστή στον οποίο ηθικά συγχωρούνται μικροπαραβιάσεις του νόμου και των κανόνων υγιεινής καθώς και μια φτωχική ενδυματολογικά εμφάνιση.
Μάλλον από το γαλλικό gamin. Αν κάποιος διορατικός βρει κάτι ελληνοπρεπές στην ετυμολογία ας ενημερώσει.
Γνωστό κλισέ «τα χαμίνια στο δρόμο» λες κι υπάρχουν χαμίνια στα σαλόνια.
Ο Ναπολιτάνος scugnizzo ήταν είδος χαμινιού.
Από χαμίνι δίχως στον ήλιο μοίρα μεγαλοκαρχαρίας ο Κωστάκης. Αλλά από τότε έδειχνε πόσο κωλοπετσωμένο ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοπρόσκυλο (μάλλον από παραφθορά του τούρκικου köpek).
Απευθύνεται σαν βρισιά σε τεμπελχανάδες.
Συχνότατο σαν παλιοκουπούκι.
- Τι λέει ο νέος; Τρέχει;
- Άι σιχτίρ, το παλιοκουπούκι! Αν δε στρώσει σε μια βδομάδα, παίρνει πόδι. Ωσπού να κουνηθεί βρωμάει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αλήτης, ο ακαμάτης, ο ανεπρόκοπος, ο τεμπέλης, αλλά και ο περιθωριακός, ο περιθωριοποιημένος.
Απο το τούρκικο kopuk = αποκομμένος, αλήτης, κομμένος, ξεκομμένος.
Να μη συγχέεται με το κιοπέκ, από το επίσης τούρκικο köpek = σκύλος.
Λέγεται και κοπούκι.
-Τα 'μαθα τα μαντάτα για την αφεντιά του. Είναι μεγάλο κουπούκι.
Σχετικά: ξυσαρχίδας, καναπές, κοπρίτης, κούννος, βοηθός τεμπέλη, κουραδομηχανή, μαμκακανανύστας, μεξικάνος, μπάζο, χαραμοφάης
Got a better definition? Add it!
Είδος παγωτού.
Από το τούρκικο dondurma= παγώνω, πάγωμα.
Στη Τουρκία πωλείται συνήθως στο δρόμο. Η τιμή πώλησης του διαμορφώνεται καθοριστικά από την ικανότητα και δεξιοτεχνία σερβιρίσματος που προσδιορίζει και την επαγγελματική διαβάθμιση του παγωτατζή.
Δείτε οπωσδήποτε το μήδι ντοντουρμάς.
Είναι απορίας άξιον πως δεν περπάτησε η τέχνη στην Ελλάδα.
- Θυμάστε τον παγωτατζή στη Πόλη; Πάμε στο ζαχαροπλαστείο Δωδώνη για ένα ντοντουρμά. Κερνάω.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει: «Πάρε δρόμο!!», «Βρε ούστ!!», «Σπάσε!!», «Γκιτ ρε!!» (απ' το τούρκικο φύγε).
Λέγεται πάνω σε καυγά, με άγριο, αποφασιστικό ύφος και πολύ ελαφρά δασύ και τραβηγμένο το σίγμα.
Ο Λιάκος ο Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το παλιό προτρεπτικό επιφώνημα yisa! των χαμάληδων της Πόλης που το πήραν οι καπανταήδες -κι απ' αυτούς οι μάγκες (σημαίνει και: αλλάζω πορεία προς τον άνεμο). Πίσω του διακρίνει το ιταλικό (βενετσιάνικο κατά Τριανταφυλλίδη) ναυτικό επιφώνημα issa! (βίρα!), που λέγονταν όταν το ιστιοφόρο σήκωνε πανιά για να την κάνει.
Ίσα μωρή λούγκρα μη σηκωθώ και φτύσεις της μάνας σου το γάλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified