Further tags

Ερωτηματική έκφραση απορίας που σημαίνει «από πού, κι ως πού;», «πώς προκύπτει;», «από πού βγαίνει;»,«τι 'ναι πάλι τούτο», «πού το βρήκες αυτό πάλι;», «πώς το διαπίστωσες», «πώς γίνεται και ..», «πώς γίνεται να ...» κλπ κλπ.

Από το τούρκικο «nereden nereye», που σημαίνει «από πού, μέχρι πού», το οποίο χρησιμοποιείται παρομοίως.

Λέγεται και νερεντενερέ.

- Νερντενερέ γυρεύεις τόσον παρά για ένα ψιλό μερεμέτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυροβολιά, στροβιλισμός, περιστροφή, στριφογύρισμα γύρω από τον εαυτό μου.

Υπάρχει και το ρήμα φουρλίζω - φουρλίζομαι.

- Κάνε μια φούρλα ακόμη, μανάρι μου.
- Αχ, δε μπορώ άλλο, ζαλίστηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει φύγε, ουστ, τζάζω, ξεκουμπίδια, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια κλπ.

Από το γαλλικό allez-vous en που σημαίνει το ίδιο.

Μάγκες, μπήκε ελεγκτής στο λεωφορείο, ώρα να τη κάνουμε αλεβουζάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο ακατάστατος, ο ασταθής, ο από δω κι από κει.

Από το τούρκικο derbeder που σημαίνει το ίδιο.

Kαρδιά μου ντερμπεντέρισσα...

(από Khan, 17/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τεσσάρες των ζαριών.

Στο απαγορευμένο τυχερό παίγνιο μπαρμπούτι αξιολογούνται ως κακή ζαριά, ζαριά που χάνει.

Μεταφορικά οι ατυχίες, οι αναποδιές.

Από το τούρκικο dort=τέσσερα.

...φέρε και καμμιάν εξάρες
φτάνουν πια ντόρτια και δυάρες φτάνουν πια τόσοι καυμοί...

τραγουδάει στη ζωή, ο αείμνηστος σερ Μπιθί.

(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρός, ο ατσίδας, ο ξύπνιος, ο αετονύχης, ο πανούργος.

Από το τούρκικο kurnaz που σημαίνει το ίδιο.

Δεν χρησιμοποιείται απαραίτητα απαξιωτικά. Μάλλον το αντίθετο, δηλαδή ο μάγκας, ο έξυπνος, το τσακάλι.

Βρε, κουρνάζε μου τελώνη τη ζημιά ποιος την πληρώνει...

τραγουδάει ο Βασίλης Τσιτσάνης.

(από iwn, 23/10/10)(από iwn, 23/10/10)Σπύρος Μπουρνάζος που ήταν κουρνάζος (από perkins, 23/10/10)1.15 : "Είσαι κουρνάζος μάγκα μου" λέει ο Βαμβακάρης. (από Khan, 26/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε συνήθως το πολύχρωμο, το εμπριμέ ύφασμα.

Από το τούρκικο alaca, που σημαίνει πολύχρωμο, παρδαλό.

- Πήγα κι αγόρασα έναν αλατζά, για να ράψω φουστάνι.

(από iwn, 23/10/10)Μπάμπης Αλατζάς (από GATZMAN, 23/10/10)Νίκος Πουλαντζάς, τάραξε τους κύκλους τις μόδας (από Vrastaman, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τουρκική λέξη bogaz που σημαίνει λαιμός, στενό, πορθμός, δίαυλος. Έτσι ονομάζεται επίσης και ο Βόσπορος.

Μεταφορικά, σημαίνει σήμερα σ' εμάς, το δροσερό αεράκι, όχι απαραίτητα θαλασσινό.

Λέγεται επίσης και μπουγάζι.

  1. Πάμε μέσα γιατί έβγαλε μπογάζι και άρχισα να κρυώνω.

  2. Ωραία δροσιά έχετε στο εξοχικό σας, κατεβάζει ωραίο μπογάζι από το βουνό.

(από iwn, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλη μια έκφραση για να περιγράψει το χρηματικό αντίτιμο σε κάθε του μορφή.

Η έκφραση ακούστηκε ευρέως από τον Σιόρ Διονύσιο (Νιόνιο), τη γνωστή φιγούρα του θεάτρου σκιών του Καραγκιόζη, του Ευγένιου Σπαθάρη και πιθανότατα να έχει Ζακυνθινή προέλευση.

Με δεδομένη την Ιταλική επιρροή των επτανήσων, ο όρος πιθανότατα να προέρχεται από το Banko= τράπεζα και cedole= κουπόνια, δηλαδή κάτι σαν τραπεζογραμμάτια, όπως λέγονται αλλιώς τα χαρτονομίσματα.

Συνωνυμα: μπακίρι, μπαγιόκο, μουρμούρια, παράδες, όβολα (τα) λεφτά, χρήματα.

-Ωρέ απατεώνες! Εσείς, μωρέ, φάγατε τα μπακοτσέτουλα;.

(από iwn, 20/10/10)(από iwn, 20/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό bayir που σημαίνει πλαγιά αλλά και ακαλλιέργητη έκταση, άγονο κομμάτι γης, χωράφι ή οικόπεδο αφημένο στην τύχη του να γεμίζει αγριόχορτα. Με την δεύτερη σημασία λέγεται αρκετά στην Βόρεια Ελλάδα.

Η πρώτη σημασία έχει διασωθεί στην μορφή μπαΐλα.

- Θα περάσεις την Σκύδρα, μετά θα περάσεις το Ριζό στο δεξί σου χέρι και θα κοιτάς για πινακίδα «Αγία Μαρίνα». Μισό λεπτό δρόμος ευθεία είναι το βραστήριο.
- Έχει χωριό εκεί;
- Μπα, στη Νέα Στράντζα είναι, εγκαταλελειμμένο είναι το χωριό, μες στα μπαΐρια έχει πέντε σπίτια και την εγκατάσταση που βράζουνε το τσίπουρο.

Στο 0.30. Πήγε βόλτα στα μπαίρια, ως μη έδει (που λέει και το Πονηρόσκυλο). (από Khan, 13/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published