Further tags

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια κατάσταση κατά την οποία δεν έχουμε πολύ όρεξη και γενικά είμαστε πεσμένοι σωματικά ή ψυχολογικά.

Επίσης: Είμαι ντάουν.

  1. Νίκο φρόντισε μην έρθεις πάλι... νταουνιασμένος στο club. Να περάσουμε καλά αυτή τη φορά.

  2. Ήρθε η Μαρία χθες... δεν ξέρω ρε παιδί μου... πολύ νταουνιασμένη την είδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιάφορος.

- Άσε δεν βοηθά ο Παυλάκης... Μεγάλος ζαμανφουτίστας.

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)

Δες και ζαμανφού, ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαματάς.

- Πήγαμε σε ένα κλαμπ και κάναμε μεγάλο πατιρντί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέφτω με φόρα πάνω σε κάτι και τρώω τα μούτρα μου. Από τα γερμανικά βομβαρδιστικά του B' Παγκοσμίου Junkers Ju 87, γνωστά ως Stukas (από τη λέξη Sturzkampfflugzeug, δηλ. πολεμικά αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης).

- Ρε τον γιωτά, είχε κολλήσει να κοιτάζει τη γκόμενα και στούκαρε πάνω σε μια κολώνα!

Βλ. και στούκα

H τελευταία τους συναυλία που είδα ήταν στο Καπάνι μαζί με 3-4 ακόμα γκρουπ και ήταν αφιερωμένη σε αυτόχειρα φίλο τους. Σύμφωνα με τον Pluto, αυτός "έβαλε το "Motorcycle emptiness" στο κασετόφωνο, πάτησε τέρμα το γκάζι και στούκαρε".

από το mic.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση σκληρή. Ελληνική βερσιόν της αγγλικής λέξης hard-core. Χρησιμοποιείται για άτομα, ταινίες, μουσική.

  1. Έλα μωρή χαρκορίλα...

  2. Καλά, είδα μια τσόντα χτες, και πολύ χαρκορίλα!!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουβλατζίδικο.

Έχει καμιά σουβλακερί εδώ κοντά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρέντυ χαζοξανθιά, που ενδιαφέρεται όλο για γκόμενους, βόλτες, καφέδες, ψώνια, τηλεόραση και κουτσομπολιά.

Βλέπε Barbie

Καλα, με τη μπίμπο τα έφτιαξε ο Τέλης, που το παίζει και κουκουές;

Κάθε φορά που έχει μια καλή ιδέα, κάποιος πεθαίνει :P (από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαυροφορεμένες γριές άνω των 80 χρόνων λεπτές μέχρι 1,50 και με καμπούρα στον standard εξοπλισμό που φοράν πάντα και μία μαύρη μαντίλα και δε σε κοιτάν ποτέ στα μάτια για να μην τις αναγνωρίσεις και για να νομίζεις ότι όλες είναι ίδιες. Στην πραγματικότητα είναι μεταμφιεσμένοι γιαπωνέζοι ninja και η καμπούρα κρύβει κατάνες, στιλέτα, κρόταλα, spells και άλλα διάφορα όπλα απαγορευμένα απ' τη συνθήκη της Γενεύης.

- Ρε μαλάκα, μου την έπεσαν 7 γιαπωνέζοι νίντζα...
- Άντε ρε καραγκιόζη, τις γριούλες...
- Ρε αλήθεια σε λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζώο (εκ της Τουρκικής).

-Τι έκανες εκεί βρε ζώον; Μα τόσο χαϊβάνι είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από γαλλικό enfant gateaux = παιδί-γλυκό, βουτυρόπαιδο. Το λέμε όταν, συνήθως σε συγκεντρώσεις, μαζεύεται κόσμος δήθεν, σνομπ και γλοιώδης.

Χτες στο πάρτυ της νομικής ήταν μαζεμένο όλο το αφάν γκατέ και έφυγα 1 ώρα αρχύτερα...

αποφασίσαμε να παραμείνει ο ορισμός αν και λάθος, επειδή έχει ενδιαφέρον το πώς προσλαμβάνεται η έκφραση από κάποιον που δεν ξέρει καλά την προέλευσή της. Πιθανόν επίσης ο Ikaros να κάνει λογοπαίγνιο.

Ο σωστός ορισμός αναφέρεται παρακάτω, στα σχόλια, από τους ironick, Sarant και Ο ΑΛΛΟΣ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified