Η κατάσταση απόλυτης μέθης.
- Πώς πήγε το ραντεβού χθες ρε;
- Άσε ρε, ήπια κάτι ληγμένες ρετσίνες πριν βγω και έγινα ντέφι πριν την ώρα μου...
Η κατάσταση απόλυτης μέθης.
- Πώς πήγε το ραντεβού χθες ρε;
- Άσε ρε, ήπια κάτι ληγμένες ρετσίνες πριν βγω και έγινα ντέφι πριν την ώρα μου...
Got a better definition? Add it!
Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών με αποτέλεσμα να υπολειτουργείς.
Σχετικά λήμματα: μπαφοκατάσταση, άραγμα.
-Θα μαζευτούμε απόψε το βράδυ να δούμε τον αγώνα και να λιώσουμε. Είσαι μέσα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατάσταση που συμβαίνει συχνά όταν έχεις φάει τριπάκι και προκαλείται από κάτι που ερεθίζει τις αισθήσεις ή τη σκέψη. Η λέξη χρησιμοποιείται καταχρηστικά από τους τρίπιους.
Got a better definition? Add it!
Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.
Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!
Got a better definition? Add it!
Λιάδα, από το αλιάδα (σκορδαλιά, αλοιφή δηλαδή).
Γίναμε λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο μεθυσμένος. Κλασικός χαρακτηρισμός δεκαετίας και βάλε.
- Τι έγινε, θα βγούμε απόψε;
- Μπα, δεν την παλεύω. Πέρασε ο Γιάννης εχθές από το σπίτι και έγινα κόκαλο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Μεθυσμένος. Τόσο χάλια που δεν βλέπει μπροστά του.
Χτες βρεθήκαμε με κάτι παλιόφιλους, πήγαμε σε ρεμπετάδικο και γίναμε τύφλα.
Για συνώνυμα δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Ανεξέλεγκτη κατάσταση λόγω μέθης.
- Με 2 ποτά έγινε κομμάτια. Έλεγε ασυναρτησίες και γέλαγε ο κόσμος μαζί του. Σταφίδα έγινε.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Ρήμα. Δηλώνει μια παραισθητική κατάσταση η οποία επέρχεται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, η λεγόμενη μαστούρα. Επίσης ο μαστούρης.
Πω πω μαλάκα έστριψα προχτές ένα τρίφυλλο έκανα και γαμώ τις μαστούρες.
Got a better definition? Add it!
Η καθεμία από τις ακανόνιστες πτυχές τις οποίες σχηματίζει ένα κομμάτι ύφασμα (ένδυμα κτλ.), όταν το έχουν μαζέψει κατά τη μία διάστασή του.
Κατάσταση υπερβολικής μέθης από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού, μεθύσι ή κατανάλωση άλλου είδους ουσιών, χαπιών, μπάφων κτλ. Συνώνυμο και της μαστούρας.
Φόρεμα με σούρες στη μέση / Οι σούρες της κουρτίνας κ.α.
Πω πω έχω γίνει σούρα από το μεθύσι / Έχω σουρώσει από το πιώμα.
Got a better definition? Add it!