1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που καπνίζει υπερβολικά πολύ.

Μου είπε ο γιατρός πως πρέπει να σταματήσω να καπνίζω σα φουγάρο και να ξεκινήσω γυμναστική αν θέλω να βελτιώσω τη φυσική μου κατάσταση.

Βλ. και Τούρκος, τσιμινιέρα.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Συνθηματικό για τα υπνωτικά χάπια hypnostedon, χρησιμοποιούμενο από λάτρεις του σπορ.

  2. Τεμπελχανάς, πολύ αργός τύπος.

  1. - Πήγα Ομόνοια και πήρα 5 ύπνους.
    - Ωραίοος.

  2. - Άντε ρε ύπνε φέρε αυτές τις κούτες να τελειώνουμε, μια ώρα κάθεσαι και τις κοιτάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το φουγάρο δείχνει το άτομο που καπνίζει παρα πολύ.

Δεν τον αντέχω τον καινούργιο συνάδελφο στο γραφείο. Καπνίζει σαν τσιμινιέρα και μυρίζει όλος ο χώρος.

(από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και Τούρκος.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που κάνει τζούρα. Από τον Σέρβο προπονητή μπάσκετ Βλάνταν Τζούροβιτς, του Πανιωνίου και άλλων ομάδων. Σχηματίζεται κατά το δεντηβρίσκοβιτς και άλλες εμπνεύσεις εκ Γιουγκοσλαβίας.

- Ωχ, θα μας φέρεις κι εκείνον τον τζούροβιτς στην παρέα;

(από Lafkadio, 03/02/09)(από Lafkadio, 03/02/09)(από pavleas, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεκετζής είναι ο εξειδικευμένος υπάλληλος ταβέρνας ή τεκέ που ανεφοδιάζει τους ναργιλέδες με ποικίλα καπνά. Βέβαια ο πελάτης μπορεί να απολαμβάνει τα καπνά χωρίς ναργιλέ αλλά σε τσιγαριλίκι. Και σε αυτήν την περίπτωση ο ρόλος του τεκετζή είναι ο ίδιος ακριβώς, ο τακτικός ανεφοδιασμός.

Στα ρεμπέτικα / λαϊκά τραγούδια άλλες φορές αναφέρεται με θαυμασμό, πόθο, προσμονή ή και ευχαρίστηση. Βεβαίως του χρεώνεται συχνά και η ξενέρα, απουσία κάνναβης με ό,τι κακό χαρακτηρισμό συνοδεύεται.

Προφανώς η συναισθηματική αμφιταλάντευση του «πότη» είναι κομμάτι της σχέσης του με τον τεκετζή. Κύριοι παράγοντες που το καθορίζουν είναι η ποιότητα, η ποσότητα και η διαθεσιμότητα. Ως τεκετζής μπορείς να χτίσεις κακή ή καλή φήμη, ανάλογα με την συμπεριφορά σου στην αγορά.

και κατά το γνωστό άσμα:

«Του τεκετζή ξηγήθηκα να τον ξαναπατήσει Κατά κακή μου σύμπτωση σώθηκε το χασίσι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεθυσμένος. Συνώνυμα: βλ. σχόλια στο λιάρδα

Άξαφνα το τραίνο λιγόστεψε την ταχύτητά του απ' αγάλι. Φανερόν ότι κάποια στάση ήταν... πίσω μας. (Τι; Οπισθοβατικώς πηγαίναμε;) Πράγματι, η αμαξοστοιχία εσταμάτησε. «Στάσις μόνον εξ μηνών και ημερών δώδεκα!...» (ακούστηκε ενός σιδηροδρομικού η φωνάκλα). «Οι κύριοι-κύριοι επιβάται μόλις προφταίνουν για ένα ποτήρι νερό!»...

Πήδησα χαμογελόντας με όξω. Μωρέ αυτοί –λέω– είναι στουπί. Σιδηροδρομικοί και να γίνονται κατά την υπηρεσία τους τάπα!... (Γ. Σκαρίμπας, «Η τελευταία των 6 1/2»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος.

Πήγα τις προάλλες στο μπάρ με τον Σταύρο, αλλά δεν το σηκώνει το ποτό ο καημένος. Στα 3 ποτήρια είχε γίνει στουπί.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ο πανέξυπνος, ο τζίνιους κυριολεκτικά.

  2. Ο πανύβλαξ, ο τζίνιους ειρωνικά, το τούβλο, το βούρλο, η ξανθιά, ο αστερίας, το αστέρι.

  3. Το οινόπνευμα (spirito).

  1. Είδες ο Μανωλάκης, σπίρτο μαλάκα μου, με τη μία τό 'πιασε, όχι σαν εσένα που πρέπει κανείς να σου τα λέει εφτά φορές...

  2. - Αχχχχ! Συγνώμηηη...
    - Ου ρε σπίρτο!

  3. Ρε πούστη μου! ΓΚΑΧ ΓΚΑΧΧΧΧ, ΧΦΤΟΥ! Τι σκατά μου έδωσες να πιω; Σκέτο σπίρτο είναι ρε μαλάκα, για εντριβές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά μεθυσμένος και/ή μαστουρωμένος.

Βλ. επίσης: σούρα, σουρώνω.

Σουρωμένος θα 'ρθω πάλι,
στην παλιά μας γειτονιά,
να σου παίξω μπουζουκάκι,
μ' όμορφη διπλοπενιά…
(παλιό ρεμπέτικο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified