Further tags

Μαστουρώνω, φτιάχνομαι, ζαλίζομαι, μεθάω, είμαι σε κατάσταση εδώ πατώ αλλού βρίσκομαι. Σπανίως χρησιμοποιείται και αντί του την είδα.

  1. - Πώωω, την έχω ακούσει από τη νύστα και δεν ξέρω τί μου λες.

  2. - Ο Χρήστος από τότε που έγινε λοχίας την άκουσε στρατηγός. Καμία σχέση με όπως τον ήξερα.

Στο 2.22 (από Khan, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνθηματικό για τα υπνωτικά χάπια hypnostedon, χρησιμοποιούμενο από λάτρεις του σπορ.

  2. Τεμπελχανάς, πολύ αργός τύπος.

  1. - Πήγα Ομόνοια και πήρα 5 ύπνους.
    - Ωραίοος.

  2. - Άντε ρε ύπνε φέρε αυτές τις κούτες να τελειώνουμε, μια ώρα κάθεσαι και τις κοιτάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιάδα, από το αλιάδα (σκορδαλιά, αλοιφή δηλαδή).

Γίναμε λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published

Λαϊκή ονομασία της ινδικής κάνναβης ή του χασισιού. Οι απόψεις διίστανται.

Έγινε ευρέως γνωστό μετά από το τραγούδι «πίνω μπάφους και παίζω προ» (Locomondo).

  1. Ε ψιτ φίλε έμαθα ότι έχεις μπάφο… Ποσό;

  2. (Locomondo)
    Από το σπίτι δεν θα βγω
    Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Δεν έχω χρόνο για το μωρό Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Που θα βρω αναπληρωματικό
    Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Έχω κλειστό το κινητό γιατί
    Πίνω μπάφους και παίζω προ

Γιάννης Καλαϊτζής, στην Ελευθεροτυπία. (από patsis, 04/07/11)Πέτρος Ζερβός, στην Ελευθεροτυπία. (από patsis, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το φουγάρο δείχνει το άτομο που καπνίζει παρα πολύ.

Δεν τον αντέχω τον καινούργιο συνάδελφο στο γραφείο. Καπνίζει σαν τσιμινιέρα και μυρίζει όλος ο χώρος.

(από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και Τούρκος.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος που καπνίζει υπερβολικά πολύ.

Μου είπε ο γιατρός πως πρέπει να σταματήσω να καπνίζω σα φουγάρο και να ξεκινήσω γυμναστική αν θέλω να βελτιώσω τη φυσική μου κατάσταση.

Βλ. και Τούρκος, τσιμινιέρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μεθυσμένος.

Πήγα τις προάλλες στο μπάρ με τον Σταύρο, αλλά δεν το σηκώνει το ποτό ο καημένος. Στα 3 ποτήρια είχε γίνει στουπί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μεθυσμένος.

Όταν τα χάλασα με την Άννα, καθε βράδυ ήμουν στα μπαρ και γινόμουν πίτα. Μου κόστισε πολύ αυτός ο χωρισμός.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μεθυσμένος.

Χτες πάλι σηκωτό τον έβγαλαν τον Μήτσο απο το μπαρ. Είχε γίνει σκνίπα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κόκα, το γαμήσι, το χρήμα.

  1. - Τίγκα στο κοκό ήταν η Νίτσα χτες.

  2. - Σήμερα δεν έχει κοκό, έχω πονοκέφαλο.

  3. - Τέρμα το κοκό. Πρέπει να βρω καλύτερη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified