Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.

- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.

— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...

Δες και βάφει ταβάνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.

Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.

Συνώνυμα:

  • την κουνάω την αχλαδιά
  • το ρουφάω το κανελόνι
  • το γυαλίζω το φινιστρίνι
  • τη μαδάω τη μαργαρίτα
  • το ψήνω το τσουρέκι
  • το κρεμώνω το γαλακτομπούρεκο
  • το φυσάω το αχνιστό
  • τον βάζω τον σύρτη
  • το σαλιώνω το πασαλάκι
  • τον πασπαλίζω τον κουραμπιέ
  • την ξεφλουδίζω τη μπανάνα
  • την ανοίγω την πίσω πόρτα
  • το ρουφάω το γλυφιτζούρι
  • το μαζεύω το σαπούνι
  • τον φτύνω τον ταραμά
  • το πιπιλίζω το καλαμάκι
  • το καταπίνω το κουκούτσι
  • το μαστιγώνω το δελφίνι
  • το ζυμώνω το μπιφτέκι
  • τον απλώνω τον τραχανά
  • το πελεκίζω το εξκάλιμπερ
  • τη χαλαρώνω τη βαλβίδα
  • το σηκώνω το σακάκι
  • το τρίβω το πιπέρι
  • το σφίγγω το μπουλόνι
  • το πνίγω το κουνέλι
  • το καβουρδίζω το φυστίκι
  • το στρώνω το σεντόνι
  • το κανελώνω το ρυζόγαλο
  • τη σουρώνω την ψαρόσουπα
  • το μελώνω το παστέλι
  • την τινάζω την βερικοκιά
  • το πάω το γράμμα
  • τις μαζεύω τις ελιές
  • το γρασάρω το ρουλεμάν
  • τη γυρνάω τη μπετονιέρα
  • το μαζεύω το λάστιχο
  • τη ματσακονιάζω τη βάρκα
  • το σφουγγαρίζω το κατάστρωμα
  • τον τσουρουφλίζω τον αστακό
  • την κυνηγάω την πέρδικα
  • τον στρίβω τον ντολμά
  • την κουνάω την καμπάνα
  • το δαγκώνω το αντίδωρο
  • το σηκώνω το ράσο
  • την καταπίνω την κοινωνία
  • την κρατάω την τιάρα
  • το ψέλνω το ευαγγέλιο
  • το ευλογάω το γένι

- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει απαξίωση. Την χρησιμοποιούμε για κάτι το οποίο θεωρούμε ανόητο, τιποτένιο, ευτελές, ανυπόστατο, μαλακία, ψέμα, κτλ.

Από τη λέξη πίπα.
Μόνο στον πληθυντικό.

Συνώνυμα: πούτσες, πούτσες μπλε, μαλακίες, αρχίδια, κλπ.

Το ερώτημα είναι: θεωρούμε πράγματι την πίπα κάτι το ασήμαντο; Κι αν ναι, προς τι τότε τόση λύσσα για δαύτην; Αν όχι, γιατί παρομοιάζουμε κάτι το ασήμαντο με την πίπα; Είναι μήπως σύμφωνο με την λογική τού ότι η πίπα είναι μέρος (ταπεινό;) της ιεροτελεστίας του σεξ, και κατά ορισμένους δεν θεωρείται καν κέρατο, καθότι δεν αποτελεί ολοκληρωμένη πράξη;

Το ίδιο ερώτημα σε παραλλαγή, πρέπει να τεθεί και για τα συνώνυμα της λέξης...

...και άρχισε να μου λέει κάτι πίπες!... ότι εκεί που κολυμπούσε υπήρχαν και καρχαρίες αλλά αυτόν δεν τον πείραζαν, ίσα-ίσα μπορούσε και να τους χαϊδέψει άμα ήθελε, ότι η γκόμενά του είναι η δίδυμη αδελφή της Ναόμι, ότι εργάζεται για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών, όλο τέτοια.
-Έλα ρε, και φαινόταν σοβαρός άνθρωπος...
-Κααλά, πίπες....

εδώ οι καλές πίπεζ! (από BuBis, 11/11/09)do you like μαμαζέλ the pipa? (από BuBis, 11/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η παλινδρομική κίνηση του πέους επάνω στην κλειτορίδα λίγο πριν τη διείσδυση.

  2. Η παλινδρομική κίνηση του πέους επάνω σε άλλα μέρη του γυναικείου (ή ανδρικού για την... άλλη ομάδα) σώματος για πρόκληση πλήρους στύσης.

- Και τι έγινε μόλις άνοιξαν οι πόρτες; Μπήκες με φόρα;
- Όχι ρε μαλάκα... δούλεψα λίγο πινέλο πρώτα. Έτσι, για την καύλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω πίπες, κάνω στοματικό σε άντρα.

-Τι έγινε ρε μαλάκα χθες με την γκόμενα;
-Ε μωρέ με πίπωσε και την έστειλα σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τραβάω μαλακία.

  2. Κάνω άχρηστα πράγματα, δεν είμαι συνεπής, κλπ.

  1. - Πώς πάει ο μικρός;
    - Πώς να πάει, μεγάλωσε και μου φαίνεται ότι έχει αρχίσει να τον πουλοπαίζει.

  2. - Γιατί αργεί τόσο ο μαλάκας;
    - Ξέρω γω, κάπου θα είναι και θα πουλοπαίζει.

Got a better definition? Add it!

Published

1. Ουσιαστικό: Γυναίκα σε απελπισμένη αναζήτηση ερωτικού συντρόφου.

2. Επίθετο: Κατάσταση υστερίας που πλήττει σεξουαλικά ενδεείς γυναίκες.

Εκ των μουνί και λύσσα.

- Γιατρέ μου, είναι σοβαρό;
- Νομίζω ότι μπορώ να σας θεραπεύσω άμεσα, αλλά θα χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις. Παρακαλώ γδυθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που ειπώθηκε για πρώτη φορά από την Ντένη Μαρκορά (κείμενο Αλ. Ρήγα) στην θρυλική σειρά «Δύο Ξένοι».

  1. Διερευνητική ερώτηση, έμμεσου τύπου, δια τον σεξουαλικό προσανατολισμό του συνομιλούντος/ενός τρίτου... κάποιου..

  2. Αφορά την διεισδυτική διαδικασία του ανδρικού μορίου εις όποια οπή είναι εύκαιρη...(ανεξαρτήτως φύλου του φέροντος αυτήν).

Ακολουθεί κατατοπιστικότατο οπτικοακουστικό υλικό.

(από mparmpa_thymios, 11/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified