Δαγκώνω το καυλί μου: υφίσταμαι υπερβολικό κρύο.
Δεν καταφέραμε να ανάψουμε το τζάκι στο εξοχικό του και δαγκώσαμε το καυλί μας.
Δαγκώνω το καυλί μου: υφίσταμαι υπερβολικό κρύο.
Δεν καταφέραμε να ανάψουμε το τζάκι στο εξοχικό του και δαγκώσαμε το καυλί μας.
Got a better definition? Add it!
Published
Μεταφορικά, το πολύ μεγάλο πέος.
Είχε χτες στο συνδρομητικό μια πορνοταινία με έναν μαύρο που είχε ένα αγγούρι 3 μέτρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.
Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.
- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)
Got a better definition? Add it!
Το χείλος του γυναικείου αιδοίου. Χρησιμοποιείται και σαν βρισιά.
Κοινώς:
Έχω μια ελιά στο μουνόχειλο.
Βρισιά:
Άμα σε πιάσω ρε μουνόχειλο θα σε σκίσω!
Got a better definition? Add it!
Published
Βρισιά (μπινελίκι) το οποίο περιέχει αναφορά στα Θεία.
Ταμπού για κάποιους, αναπόσπαστο κομμάτι του καθημερινού λεξιλογίου για άλλους.
-Έλεος ρε πούστη μου, τι διαιτησία ειναι αυτή γαμώ το Χριστό μου!
-Άραξε ρε φίλε, όχι γαμοσταυρίδια με το παραμικρό!
Βλ. και χεσίδι - σχετικά επίσης χριστοπαναγίες, Χριστοπαναγίδια, καντήλι, ...το Χριστό / την Παναγία.
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο υπερβολικά γκομενιάρης, αυτός που το μόνο που σκέφτεται όλο το 24ωρο ειναι οι γυναίκες.
-Την είδες την καινούργια του Μάκη;
-Καινούργια; Πότε πρόλαβε ο πούστης;
-Αφού τον ξέρεις ρε, ειναι τρελός μουνάκιας!
Βλ. και φούστης.
Got a better definition? Add it!
Published
Χαρακτηρίζει κυρίως άτομα θηλυκού γένους με μειωμένες νοητικές ικανότητες και χαμηλό δείκτη iq... Συνήθως πατώνουν στα μαθηματικά (και γενικότερα στις θετικές επιστήμες) αφού το 1+1 το θεωρούν άλυτο μυστήριο... ενώ κατά έναν περίεργο λόγο διαπρέπουν στα θεωρητικά μαθήματα... Περισσότερες πληροφορίες στα φροντιστήρια «ΠΑΝΝΙΚΟΣ».
Χρησιμοποιείται ακόμα για γυναίκες που είναι απλά χαζές και είναι μουνιά.
Χαζή + μουνί (θηλ.) = χαζομούνα
καθηγητής: Γινόμενο 2 αγνώστων χ και ψ ίσον με -12. Τι συμπεραίνουμε από αυτό, χαζομούνα μου;
χαζομούνα: Ή το χ = -12 ή το ψ = -12...
Δες και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρίζει άτομα που δεν έχουν στόχους, οράματα και που δεν προβληματίζονται ούτε για το παρόν ούτε για το μέλλον τους... Γενικότερα έχουν γραμμένους τους πάντες και τα πάντα... Αγαπημένο τους hobby το ξύσιμο των όρχεων... Συνήθως άτομα που δεν αξίζει να εμπιστεύεσαι ή να τους αναθέτεις εργασίες... Αποφύγετέ τους ευγενικά (σας έχουν γραμμένους έτσι κι αλλιώς)...
- Ρε μαλάκα, τέλειωσες με τις δουλειές;
- Μπάαα....
- Καλά ρε μαλάκα, τίποτα δεν κάνεις όλη μέρα; Τόσο γραφαρχιδιστής είσαι;
Βλ. και σταρχιδιστής.
Got a better definition? Add it!
Η αγάμητη, αυτή που σου βγάζει το άχτι για να την πηδήξεις (όλο μη και μη είναι). Επίσης χρησιμοποιείται και σαν έκφραση για κάποια που έχει πολύ σεμνό λουκ και μοιάζει με την προαναφερθείσα περιγραφή.
Καλά, άσε μου λίγο να σου πιάσω τα βυζάκια, σαν την μυξοπαρθένα κάνεις!
Πω, πω χάλια είναι αυτή ρε! Αυτή είναι μυξοπαρθένα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, τσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!