Further tags

Η φράση χρησιμοποιείται:

  1. Όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση
  2. Έκφραση θαυμασμού
  3. Όταν θέλουμε να μειώσουμε τον άλλον.
  4. Απλή ανωριμότητα.

(Η φράση συναντάται επίσης ως εξής: Τον πούτσο κλαίγανε και τον μοιρολογούσανε, Μην κλαις τον πούτσο, Κλαψ' τον πούτσο κλπ)

  1. - Πωπω ρε μαλάκα, άμα με βρεί ο γκόμενος της Ράνιας θα με ανασκολοπήσει!
    - Τον πούτσο κλαίγανε φίλε.

  2. - Μαλάκα τι αμαξάρα έχει αυτός ο παλιάτσος ρε;
    - Τον πούτσο κλαίγανε.

  3. - Έτσι όπως είσαι μαλάκα σα γελοτοποιός, τον πούτσο κλαίγανε.

  4. - Χτύπησα μια Ντότα πριν απο λίγο φάρμαρα, έβρισα μάνες, ταίσα και λίβαρα ΓΙΑΤΙ ΜΠΟΡΩ. Τον πούτσο κλαίγανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σαβουριάζει ό,τι φαγητό βρει μπροστά του, ιδίως τα βρώμικα, π.χ. σουβλάκια και πίτσες.

- Ρε μαλάκα, τον είδες τον Βαγγελάκη πόσο πάχυνε;
- Λογικό είναι ρε φίλε, αφού είναι του πούτσου φασφουντάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τραβάω μαλακία.

  2. Κάνω άχρηστα πράγματα, δεν είμαι συνεπής, κλπ.

  1. - Πώς πάει ο μικρός;
    - Πώς να πάει, μεγάλωσε και μου φαίνεται ότι έχει αρχίσει να τον πουλοπαίζει.

  2. - Γιατί αργεί τόσο ο μαλάκας;
    - Ξέρω γω, κάπου θα είναι και θα πουλοπαίζει.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ανδρικό μόριο σε στύση, ο πούτσος.

- Έλα εδώ μωρό μου να σου δείξω μια καραπιστόλα με τα εργαλεία όλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πρωινές σηκωμάρες που συνδυάζονται με το κατούρημα, όπου δεν μπορείς να πετύχεις χέστρα.

Ξύπνησα με κάτι κατουρόκαυλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γραβάτα.

- Είναι να πάω σε γάμο και πρέπει να φορέσω πουτσοδείκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυρία η οποία δεν βρίσκει χαρά στα σκέλια της.

- Για δες την, κλαψομούνα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κρύο, ψοφόκρυο.

Σήμερα έχει πουτσόκρυο και φυσάει. Δεν πάω πουθενά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγάμητη, αυτή που σου βγάζει το άχτι για να την πηδήξεις (όλο μη και μη είναι). Επίσης χρησιμοποιείται και σαν έκφραση για κάποια που έχει πολύ σεμνό λουκ και μοιάζει με την προαναφερθείσα περιγραφή.

  1. Καλά, άσε μου λίγο να σου πιάσω τα βυζάκια, σαν την μυξοπαρθένα κάνεις!

  2. Πω, πω χάλια είναι αυτή ρε! Αυτή είναι μυξοπαρθένα!

(από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει άτομα που δεν έχουν στόχους, οράματα και που δεν προβληματίζονται ούτε για το παρόν ούτε για το μέλλον τους... Γενικότερα έχουν γραμμένους τους πάντες και τα πάντα... Αγαπημένο τους hobby το ξύσιμο των όρχεων... Συνήθως άτομα που δεν αξίζει να εμπιστεύεσαι ή να τους αναθέτεις εργασίες... Αποφύγετέ τους ευγενικά (σας έχουν γραμμένους έτσι κι αλλιώς)...

- Ρε μαλάκα, τέλειωσες με τις δουλειές;
- Μπάαα....
- Καλά ρε μαλάκα, τίποτα δεν κάνεις όλη μέρα; Τόσο γραφαρχιδιστής είσαι;

Βλ. και σταρχιδιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified