Further tags

Κυριολεκτικά το ρ. ξεπατώνω σημαίνει «βγάζω τον πάτο». Ο πάτος, ως γνωστόν, είναι και ο κώλος, άρα το ρήμα είναι συνώνυμο του ξεκωλιάζω (βλ. ξεκωλιάρης, -άρα, -άρικο).

Σημασιολογικά χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του «κουράζω υπερβολικά», «εξοντώνω από την κούραση». «ξεθεώνω».

  1. Ερωτική διαδικτυακή ιστοριούλα:

Πώς την ξεπάτωσε ο πατρινός
Είπα και εγώ να γράψω την ιστορία μου που επιτέλους έγινε πραγματικότητα την Κυριακή το βράδυ στη Πάτρα.

Πάνε 2 χρόνια περίπου που μιλάω με τον γαμιά μου μέσω chat και η αρχική μας επαφή είχε γίνει επίσης σε ένα chat ένα καυτό βράδυ του Ιουλίου.

  1. Περιγραφή συνεύρεσης στο διαδίκτυο:

Οι τύποι αφού την ξεπάτωσαν από παντού με τα παλούκια τους την έχυσαν ένας, ένας στα μούτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξουαλικό γούστο, το βίτσιο.

Ασίστ: Λήμμα μερακλής, ο.

«Από τεχνίτες με μεράκι, σε πελάτες με γούστο».
Σλόγκαν παλιάς διαφήμισης, ευκόλως σλανγκίσιμο!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. ταχτοποιώ, οργανώνω, κττ
  2. γαμάω
  3. σκοτώνω
  4. στην προστακτική: απειλώ (χαριτολογώντας ή στα σοβαρά)
  1. α. Τα κανόνισα όλα μια χαρά. Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα.
    β. Κανονίστε να βρεθούμε κάποια στιγμή να τα πούμε από κοντά...

  2. Έμαθα την κανόνισες χθες την Σούλα, ε; Για πε, για πε...

  3. Τι κάνει ρε συ ο Μπάμπης, αυτό το λαμόγιο; Ζει ακόμα ή τον κανόνισε κανείς;

  4. Καλά, κανόνισε να της τα πεις όλα και θα γίνει μαδομούνι εδώ μέσα, μόνο αυτό σου λέω...

για το 2 βλ. και σουλουπώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για ερωμένο /-η, που στίβει τους ερωτικούς χυμούς του παρτενέρ του, τον κάνει να φτάσει σε πολλαπλούς οργασμούς, μέχρι να μην μπορεί άλλο.

Είναι να μην σε πιάσει ο Πέρι στο στόμα του! Σε ξεζουμίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλερτάρω, εποφθαλμιώ σεξουαλικώς, είμαι έτοιμος να την πέσω, περιτριγυρίζω τινά.

Καλά, χαμπάρι δεν είχατε πάρει πώς γλυκοκοίταζε ο Μπρίλιος τον Πέρι μας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός, η μαλακία, το καταχτύπι.

-Ρε Νικόλα, τι έγινε τελευταία κι είσαι έτσι;
-Άσε μαλάκα. Δε μπορώ να πηδήξω. Μαλακοκαύλης βγήκα ρε. Ντροπιάζω το αντρικό φύλο!
-Πώς το κατάλαβες αυτό ρε;
-Να ρε, μ΄ εκείνο το γκομενάκι απ΄ το μπαρ, το πήγα σε ξενοδοχείο, κι αντί να την πηδήξω...
-Τι ρε;
-Μαλακοκαύλης την τελευταία στιγμή. Ανίκανος!
-Και τώρα τι θα κάνεις; Θα το ρίξεις στην παχιά;
-Μακάρι φίλε να γινότανε κι αυτό. Τρεις μέρες τώρα, ούτε μαλακία δεν μπόρεσα να τραβήξω από την πίκρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερεθίζομαι σεξουαλικά, φτιάχνομαι, τη βρίσκω, έρχομαι σε ανώτατο στάδιο ηδονής.

– Την είδες εχθές την Πετρούλα;
– Ναι ρε μαλάκα. Με το στριγκάκι έμεινε. Και κάτι κουνήματα. Ε ρε πράμα που σαλεύει! Η γκόμενα είναι κωλάρα Κρόφτ. Και βύζο όλα τα λεφτά, ω ρε μάνα μου, κάβλωσα άγρια εχθές...
– Αυτήν κανένας ματσωμένος θα την κανονίζει...
– Αυτή φίλε την κανονίζει όλος ο αντρικός πληθυσμός Αθηνών και πάσης. Η γκόμενα είναι κάβλα.
– Το απόλυτο νιμού, φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πόσα μπορεί να ξέρει ο μέσος κώλος; Τι είδους γνώση μπορεί να έχει αποκτήσει; Σε ποιο γνωστικό πεδίο; Ποια είναι η ενδεδειγμένη μονάδα μέτρησης για την προαναφερθείσα γνώση;

Η συγκεκριμένη φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι, παρά τις περί του αντιθέτου προσπάθειες του αποδέκτη της ή την συλλογική αντίληψη (της οποίας ο εκφέρων ΔΕΝ πέφτει θύμα), κάτι περισσότερο από το προφανές όντως υπάρχει εδώ και δε με γελάς εμένα, το φελέκι μου μέσα...

Το σεξουαλικό υπονοούμενο είναι σαφές: Ο και καλά γαμίκος, ο αντρούκλας, ο ψωλαρέος, ο σωστός κι ο πρόστυχος, ο οποίος την καίει τη βάτα, ενίοτε δε την τρίζει την όπισθεν, σίγουρα όμως έχει έναν κώλο που χωράει τον κόσμο όλο. Αυτά που ο μέσος ανίδεος παπάρας δεν φαντάζεται, ο κώλος του εν λόγω κυριούλη, ως έχων δική του οντότητα, τα ξέρει, τα 'χει φάει στο πετσί του ένα πράμα. Κι εμείς απλά το καταγράφουμε, διότι δεν είμαστε αμερικανάκια λέμετε...

Σχετικές εκφράσεις: μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι, γαμάει με τον κώλο.

Πέραν της κυριολεκτικής - σεξουαλικής χρήσης της έκφρασης, υπάρχει και η μεταφορική: Ενώ φαινομενικά τα πράγματα είναι απλά, κάτι κρυφό υπάρχει καταχωνιασμένο. Κάτι γνωρίζει ο αποδέκτης της έκφρασης, το οποίο εμείς μόνοι έχουμε αντιληφθεί παρά την προσπάθειά του να το κρύψει, η μουσίτσα.

  1. - Πόσα;
    - Πέντε.
    - Τι πέντε;
    - Τι πόσα;
    - Πόσα ξέρει ο κώλος σου... (σ.ς. Εντάξει, δεν υπάρχει στο ανέκδοτο, αλλά θα μπορούσε να είναι η απάντηση)

  2. - Ποιος τον κάλεσε τον Σάκη τον υδραυλικό στο πάρτυ ρε μαλάκα Μήτσο;
    - Εεε... δεν ξέρω. Εγώ έχω πολύ καιρό να τον δω. Δε μιλάμε και πολύ τελευταία, ξέρεις.
    - Α μωρή νεράιδα... πόσα ξέρει ο κώλος σου... σου 'λειψε ο γαμιάς σου ε; Λαϊστέρα...

  3. - Καλά, κεραυνός εν αιθρία ε; Ποιος το περίμενε ότι ο Σκορδοπούτσογλου θα έπαιρνε την προαγωγή;
    - Ε όχι και κεραυνός εν αιθρία. Ο Μικές είναι εξαιρετικός υπάλληλος και του άξιζε η προαγωγή. - Πόσα ξέρει ο κώλος σου μωρή κουφάλα... Γι' αυτό ρε γαμημένε είσαι κάθε 5 λεπτά στο γραφείο του: «Κύριε Σκορδοπούτσογλου αυτό» - «Κύριε Σκορδοπούτσογλου εκείνο»... Έχεις κάνει το κονέ σου κι είσαι χαλαρός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το αιδοίον του ανδρός (clopy paste του ορισμού της πόσθης από το Λεξικό Σουΐδα).

Πόθεν πούτσες;

Ο δρόμος της πούτσου είναι μακρύς, αινιγματικός και συχνά στρωμένος με αγγούρια.

Το Λεξικό Μπαμπινιώτη θεωρεί την ετυμολογία αβέβαιη και αναφέρει δύο εκδοχές: εκ του αρχαίου πόσθη (το δέρμα που περιβάλει το πέος) ή εκ του σλαβικού butsa (εξόγκωμα, προεξοχή).

Το Λεξικό Τριανταφυλλίδη αντιθέτως εικάζει ότι ετυμολογείται εκ του Τουρκικού puç (σχισμή ανάμεσα στους γλουτούς) ή εκ του Ιταλικού puzza (βρόμα).

Δέον να σημειωθεί ότι στην εβραιογερμανική διάλεκτο Yiddish, ο πούτσος αποκαλείται putz (βλ. και putzinstitut) το οποίο πιθανώς να ετυμολογείται εκ του γερμανικού ρήματος butzen(στολίζω).

Πόσθη, butsa, puç, puzzo ή putz λοιπόν;

Σύμφωνα με την επιστημονική αρχή της οικονομίας, γνωστής και ως Λεπίδα του Όκαμ, όταν δύο ή περισσότερες θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη. Ωσεκτουτού, θεωρούμε ότι ο πούτσος ετυμολογείται εκ του πόσθη (πας πόσθων δε πουτσαράς) ενώ ο μπούτσος ετυμολογείται εκ του butsa. Εάν πάλι διαφωνείτε, ζμπούτσαμ!

Εν πάση περιπτώσει, είναι ηλίου φαεινότερο ότι έχει πέσει τρελλός διαπολιτισμικός / διασυνοριακός πούτσος ανά τους αιώνες για να υφίστανται τόσες ομοιότητες.

Βλ. το πέος για μια ενδελεχή και εμπεριστατωμένη καταγραφή του πούτσου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερθετικά νυμφομανής γκόμενα, η «μητέρα όλων των νυμφομανών». Εκ των νυμφομανής και μάνα.

Εναλλακτικά, αντιδανεισμός του Γαλλικού nymphomane.

  1. «Αν δεις και τι τύπους παντρευόταν, πιστεύω είναι ξεκάθαρο ότι η κοπέλα ήταν απλά νυμφομάνα» (23 φορές νύφη! - Pathfinder News)

  2. «Xekoliastanarxi treli megali nymfomana
    Ntalikes dimetres psoles poufaei I poutana»
    (Παραλήρημα συσιφωνιστή)

  3. «...βασικά είχα μια φίλη τέτοιου είδους (νυμφομάνα) την οποία ρε παιδία δεν με άφηνε σε χλωρό κλαρί. την είχα πάρει με όλους τους φίλους μου αχόρταγη, μου λέγαν που την βρήκες ρε κλπ. αλλά κάποια στιγμή κατάλαβα ότι ήταν πρόβλημα δλδ την λυπήθηκα την κοπέλα. αυτό τελικά είναι αρρώστια . παράλληλα είχα σχέση με μια νορμάλ :) καμία σχέση με την άλλη δλδ. άλλο πράγμα κρίμα όμως....και την έχω χάσει από εδώ πιθανόν να έχει φύγει.
    (Εύγλωττη κατάθεση ψυχής από το φόρουμ e-psychology)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified