Η λέρα.
Να με δεις μετά το χωράφι μιλάμε, να δεις τι θα πει μπίχλα...
Η λέρα.
Να με δεις μετά το χωράφι μιλάμε, να δεις τι θα πει μπίχλα...
Got a better definition? Add it!
Πορδίζω.
-Σταμάτα ρε να κλάνεις, θα πεθάνουμε εδω μέσα.
Got a better definition? Add it!
Η τρομερά καυτερή κλανιά... που πηγάζει από τα άδυτα του εντέρου και συνήθως μυρίζει.
- Πωωω ρε φιλαράκι.... έφαγα κρύα χαλασμένα φασόλια για πρωινό... και άφησα ένα πυροκλάνι... γάμα τα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η διαδικασία παραγωγής μιας μπάλας φωτιάς δια της πρωκτικής οδού. Απαραίτητα υλικά: αναπτήρας, κλανιά (όσο πιο βρωμερή, τόσο καλύτερα αφού η λέξη κλειδί είναι: μεθάνιο).
Όταν οι άλλοι χτυπούσαν πέτρες για να ανάψουν φωτιά, εμείς κάναμε ήδη πυροκλάνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιος κλάνει και ένας άλλος έχει από πίσω έναν αναπτήρα. Βγαίνει πολύ ωραίο αλλά μην το δοκιμάσετε.
- Κάναμε ένα πυροκλάνι φοβερό, παραλίγο να πάρει φωτιά το σώβρακό μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.
- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.
Got a better definition? Add it!
Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο». Συνώνυμο: κλάνω μέντες.
-Ήξερα πως η αδερφή μου έβλεπε θρίλερ στην τηλεόραση, οπότε περίμενα λίγο. Ξαφνικά ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω! Της πήγε το σκατό στην κάλτσα σου λέω!!
Got a better definition? Add it!
Επίστρωση βρώμας η λεγόμενη και ως «μπίχλα» (απλά είναι πεπαλαιωμένη μπίχλα). Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και για την κίτρινη βρώμα που συσσωρεύει το πέος εσωτερικά του επικεφάλιου δέρματος. Συνήθως το λέμε μετά το ρήμα «πιάνω».
-Έχω να κάνω μπάνιο 11 μέρες και εχω πιάσει μάκα...
Βλ. και σκόρτσα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η υπερβολική βρώμα, έντονη δυσοσμία.
Τι μπόχα είναι αυτή;
Got a better definition? Add it!
Συνήθως γίνεται στην ιεραποστολική στάση με τον άντρα από πάνω και, λίγο πριν μπει ο άντρας, ο γυναικείος κόλπος έχει πάρει αέρα και μόλις τον χώνει ο μίστερ ακούγεται το γνωστό σε πολλούς μουνοκλανίδι.
Φανταστείτε το.
βλ. και μουνοκλάνι
Got a better definition? Add it!