Further tags

Εξαπολύω ηχηρό κλανίδι της συνομοταξίας «σκιστό». Θεωρείται από πολλούς «μητέρα όλων των πορδών» αν και οι ψαγμένοι μάλλον προκρίνουν τις κομπολογάτες.

Η παλαιά και κλασική αυτή έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως από απόμαχους της σλανγκ.

Προϊστορία: ο χασές είναι είδος βαμβακερού υφάσματος που σκίζεται κ(λ)άνοντας τον χαρακτηριστικό αυτό ήχο.

Αγγλιστί: the ripper.

Πελοπίδα καλύψου, η γερόντισσα ανασηκώνει πάλι το αριστερό της πόδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλεννώδες / κολλώδες έκκριμα υψηλής συγκέντρωσης (αυτό που λέμε «κομμάτι»), χρώματος υποκίτρινου έως χαλκοπράσινου, αναμεμειγμένο με σίελο και προερχόμενο κυρίως εκ της ρινικής κοιλότητος κι εξερχομένο εκ της στοματικής, σε διάμετρο προσομοιάζουσα το πάλαι ποτέ ισχύον ελληνικό νόμισμα (θα έλεγα όχι αυτό το κούτσικο των τελευταίων δεκαετιών προ αντικαταστάσεως της Δραχμής εκ του Ευρώ, μεταπολιτευτικής κυκλοφορίας, απεικονίζον τον Αριστοτέλη, αλλ' αυτό το χορταστικού μεγέθους με τον τέως βασιλιά Παύλο που είχε προηγηθεί).

Κατά περίπτωση, εμπλουτίζεται με ανάλογο υλικό προερχόμενο εκ του φάρυγγος.

Συνώνυμα: ταληράκι, ροχάλα, χλέπα, χλεμπόνα κ.α.

Του έφτυσε ένα τάληρο κατάμουτρα, που ήθελε γυαλόχαρτο να φύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).

  2. Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).

  1. -Πω-πω μπόχ(λ)α!
    -Κάποιος την άφησε, φαίνεται.

  2. -'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
    -Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση κατά την οποία, μετά την κολπηδόν συνουσία (σπανιότερα κατά την διάρκεια αυτής), το μουνί διαπράττει αντιποίηση αρχής και παριστάνει τον... κώλο, τ.έ. αρχίζει να κλάνει δυνατά!

Το φαινόμενο οφείλεται σε συσσώρευση αέρα στον κόλπο καθώς ο μπούτσος τρομπάρει μέσα-έξω. Και, ως γνωστόν, ότι μπει, θα βγει. Είναι λίγο embarrassing για τη γκόμενα, αλλά άμα είναι παλιά καραβάνα, βάζει τα γέλια και πάτε γι' άλλο ένα.

- Και που λες, με το που βγαίνω απ' το μουνάκι της, αρχίζει το κλασομούνι και μένω μαλάκας. Δεν είχα ξανακούσει τόσο δυνατές!
- Και δεν ξενέρωσες, ρε;
- Ε, λιγάκι, αλλά αυτή άρχισε να γελάει και να με χουφτώνει άγρια, οπότε της έριξα άλλον ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής αρκετά προσβλητική επίπληξη σε διανομέα βόθρου ή κλανιδίου.

Παναπεί εντάξει μεγάλε, μας είπες τα νέα από την οικογένεια σου, από το σπίτι σου, γενικά ο βόθρος που αμόλησες αντικατοπτρίζει απόλυτα το ποιόν σου, πες μας τώρα και στο γραφείο αν είναι όλα καλά.

- Ροοοοοοααααααααααααρρρρρρρρρκκκκκκκκκκκ
- Και στη δουλειά;
- Άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή που δίνει άνδρας σε γυναίκα (ή και άνδρα) μετά από ένα ξεγυρισμένο τσιμπούκωμα, ακριβώς τη στιγμή που αυτή (ή αυτός) βρίσκεται με τα μόλις εκτοξευθέντα φλόκια στο στόμα του. Υπάρχουν δύο δυνατότητες: α) η λεγάμενη / ο λεγάμενος να έχει ήδη καταπιεί τα φλόκια, οπότε η ευχή είναι κυριολεκτική, β) να βρίσκεται σε δίλημμα για το αν θα τα καταπιεί ή όχι, οπότε τον ενθαρρύνουμε με αυτή την ευχούλα.

(ο γκόμενος μόλις ανακουφισμένος) - Ααααα... (η γκόμενα με μπουκωμένη προφορά) - Γκαι ντώ'α, Μηνά μου;
- Καλή χώνεψη, μωράκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπιμπίκι-μαύρο στίγμα, το ξερό μπιμπίκι, ο ανοιχτός δηλαδή πόρος που έχει μέσα στεγνό σμήγμα, το οποίο, στην ακρούλα του, έχει μαυρίσει από την επαφή του με τον έξω κόσμο.

Τα μαυράκια είναι ιδανικά για ξεμπιμπίκιασμα, α γιατί δεν πονάνε, βου γιατί βγαίνουν εύκολα -μια κι έξω, γου γιατί δεν κάνουν σημάδι, δου γιατί επανεμφανίζονται σε χρόνο dt κι έτσι έχεις πάλι με τι να ασχοληθείς.

Έχουν βγει διάφορα προϊόντα στην αγορά για τα μαυράκια, αλλά δεν κάνουν και πολλά, άσε που σου στερούν αυτή την απόλαυση.

- Έλα μωρό μου, κάτσε να σου βγάλω αυτό το μαυράκι που έχειειειες...
- Λύσσα κακιά πάλι σ' έπιασε; Όχι, δεν θα το βγάλεις!
- Μα...
- ΕΙΠΑ ΟΧΙ!
- Μα γιατίιιιι;;;
- Γιατί έτσι, φύγε τώρα, άντε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη την οποία δεν βρήκα στον Τριανταφυλλίδη, δεν έχει καμία αναφορά στο γούγλε παρόλο που είναι τόσο διαδεδομένη, ε, και ως εκ τούτου βαρέθηκα να μπω στον κόπο να δω αν την έχει ο Μπάμπης, γιατί θέλω να γράψω αυτά που θέλω, που σίγουρα δεν τα έχει ο Μπάμπης.

Ξεμπιμπικιάζω λοιπόν, σημαίνει καθαρίζω την επιδερμίδα μου (ή αυτήν κάποιου άλλου, χεχεχε) από τα μπιμπίκια, κυρίως δε τα μαυράκια. Δεν χρησιμοποιούμε, δηλαδή, τη λέξη τόσο για κανα δυο σπυράκια όλα κι όλα, αλλά κυρίως για το όταν έχουμε μπει στο τριπ της μικροσκοπικής εξέτασης κάθε ανοιχτού πόρου του δέρματός μας (κυρίως στο πρόσωπο) με σκοπό την ανεύρεση του παραμικρού προς απόλυτη εξαφάνιση μαύρου στίγματος.

Το ξεμπιμπίκιασμα είναι η απόλυτη γυναικεία κάβλα -που λένε ότι ριζώνει στο ξεψείρισμα των μαϊμούδων, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι.

Είναι αλήθεια ότι μια γυναίκα μπορεί να χάσει ώρες μπροστά στον καθρέφτη βγάζοντας τα μαυράκια από τη μύτη της ή όπου αλλού έχει την ατυχία να τα εντοπίσει (μέτωπο, ξερω γω). Είναι όμως μια ζεν διαδικασία κάθαρσης και εξισορρόπησης. Με το που θα εξαφανιστεί ένα μπιμπίκι, έχει κερδηθεί ένας αγώνας, έχει φύγει κάτι ανεπιθύμητο από τη μέση, είναι καλύτερο από το delete και ως εκ τούτου τείνεις να πιστέψεις ότι η ζωή είναι εύκολη και γεμάτη ικανοποιήσεις τέτοιου τύπου. Πάντως, κάτι ταχτοποιείται, έστω και προσωρινά, αυτό είναι το σίγουρο.

(Είναι κι άλλες παρόμοιες διαδικασίες που δίνουν ζωή στη γυναίκα: πχ το ξεσκαρτάρισμα μιας ντουλάπας, μιας αποθήκης, ενός συρταριού, τέτοιες τεσπα δουλειές που, καθότι αποτελούν αγγαρεία γενικότερα, τις αναβάλλουμε διαρκώς, αλλά ξέρουμε ότι θα έρθει η στιγμή που δεν θα είμαστε σε κατάσταση να κάνουμε τίποτα μα τίποτα άλλο, οπότε σπεύδουμε προς την εκκρεμότητα αυτή, και αίφνης η αγγαρεία μετατρέπεται σε πάθος, και το χάος καταργείται, και επέρχεται η τάξη.)

Το ξεμπιμπίκιασμα του συντρόφου είναι δε μια πολύ συντροφική απασχόληση -αν σε αφήνει βέβαια- καθότι τα αγοράκια έχετε πιο πολλά μπιμπίκια ή μαυράκια -και σε πιο ωραία σημεία (πχ πλάτη). Όσο ωραίο είναι για τις γυναίκες το ξεμπιμπίκιασμα, τόσο φρικάρει τον άντρα. Κατανοητό γμτ, αλλά δεν ξέρει τι χάνει...

Να μπω και σε λεπτομέρειες... (άμα δεν αντέχετε, δεν διαβάζετε. Αλλά αφού διαβάσατε τα καφέ, σιγά το και το πράμα). Υπάρχουν λοιπόν φορές που κάποιο μαυράκι ή (ακόμα καλύτερα) κάποιο καβλόσπυρο, έχει μαζέψει ποοολύ πράμα και είναι υπερώριμο για σπάσιμο. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, με μια αριστοτεχνική κίνηση (η οποία δεν είναι ντε και καλά το τσίμπημα, μπορεί να είναι και το απλό τράβηγμα του δέρματος), το μπιμπίκι σκάει κυριολεκτικά, το περιεχόμενό του εκσφενδονίζεται με δύναμη και μάλιστα μάλιστα βγάζει και ήχο, ένα ΚΛJΙΤΣ! Απολύτως εξαιρετικό. Για όσους αντέχουν.

  1. (Μάνα στην κόρη)
    - Πάψε βρε πουλάκι μου να κάθεσαι με τις ώρες να ξεμπιμπικιάζεσαι, θα γεμίσεις ρυτίδες έτσι που ζουλιέσαι και τραβιέσαι...

  2. - Πώς περάσατε το τριήμερο;
    - Σκατά κι απόσκατα το περάσαμε με αυτά τα σιχάματα. Ήμασταν με τον Μπάμπη και τη Λία, η οποία είχε κολλήσει όλη μέρα να τον ξεμπιμπικιάζει, όπου κι αν ήμασταν, ό,τι και να κάναμε...
    - Και στο φαγητό;
    - Και στο φαγητό ρε πστ...
    - Ίουουουουουουου!

Μη μου σπας τα μπιμπίκια, κατσίκα, να με ξύσεις σου ζήτησα μόνο... (από Vrastaman, 21/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κλασσική κολλημένη-κολλώδης βρωμιά! Ξέρετε ποια, αυτή που υποβόσκει σε τηλεχειριστήρια του Playstation, στο ποντίκι του PC και γενικά σε πράματα που πιάνουμε συχνά χωρίς να τα καθαρίζουμε.

Άλλο ένα αγαπημένο σημείο της είναι οι πάτοι των σανδαλιών, εκεί όπου η σκόνη των δρόμων μαζί με τον ιδρώτα δημιουργούν αυτήν την μπιχλίτσαπου άμα την δει η γκόμενα σου θα αρχίζει να τρέχει ουρλιάζοντας!

  1. - Μπλιάχ...το ποντίκι έπιασε κοράτσα καθάρισε το..
    - Ναι ρε...κάτσε να βάλω σε μια λεκάνη λίγη χλωρίνη να το βουτήξω εκεί μέσα και θα γίνει τζιτζι!

  2. - Ρε βρομιάρη, καθάρισε τα σανδάλια σου ρε...μαύρα γίνανε από την κοράτσα!

Βλ. επίσης ούρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή σίσκατος.

Ο υπερβολικά «χεσμένος» από το φόβο του. Συνώνυμο της φράσης -γενικής προσδιοριστικής: πάει το σκατό στην κάλτσα.

Πιθανή ετυμολογία:

  1. Εκ των συν + σκατά, ήτοι πλεόνασμα σε σκατά.

  2. Εκ των συς (αρχαϊστί «κάπρος-χοίρος») + σκατά, ήτοι, τα σκατά του κάπρου-χοίρου, δηλ. υπερβολική ποσότητα, χείριστη ποιότητα (ίδε και παρά του Δασκάλου Λάσκου: «συγ-γνώμη = συς-γνώμη = γνώμη χοίρου»).

  3. Εκ των σις (τουρκιστί «χοιρινό» που γίνεται κεμπάπ, ή κιοφτέ) + σκατά, δηλ. σκατά μαγειρεμένα.

Άκου και Coil «Scatology».

Αμάν, Παναγίτσα μου! Τι τρομάρα ήταν αυτή! Φτηνά τη γλιτώσαμε, κι ακόμα τρέχουμε, οι σύσκατοι! Θα κάνουμε καιρό να το ξεπεράσουμε!

Δες και σύσκατα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified