Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Το πνίγεις το λαγουδάκι βλέπω...
Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Το πνίγεις το λαγουδάκι βλέπω...
Got a better definition? Add it!
Βγαίνω εκτος εαυτού, τρελαίνομαι. Ελεεινή slang μεσων '80 -και αυτή με αρκετή πέραση στις σχετικές άθλιες βιντεοταινίες...
- Δε μπορώ ρε μάγκα άλλο αυτή τη δουλειά, φλιπάρω κάθε που μπαίνει πελάτης!
Got a better definition? Add it!
Εντελώς (παραλλαγή: ντιπ-για-ντιπ.)
Είσαι ντιπ-για-ντιπ μαλάκας;
Βλ. και μπίτι, μπήτι
Got a better definition? Add it!
Καταφέρνω, τα φέρνω βόλτα, αντέχω. Προέρχεται από τον συνδυασμό μπάλας και παλεύω. Χρησιμοποιείται και σαν ειρωνικό σχόλιο προς του Θεσσαλονικείς που προφέρουν έντονα το «π» και ακούγεται σαν «μπ».
- Ρε φίλε σου λέω δεν τη μπαλεύω άλλο εδώ!
Σχετικά: παλεύεται, αντιπαλευόν, το, απαλεψιά, -ιές, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, δεν την παλεύω
Got a better definition? Add it!
Ο αυνανισμός, η μαλακία.
Το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάνω πλάκα / μπαλαμουτιάζω κάποιον. Τελευταία έχει περιπέσει σε αχρηστία, γιατί ο ελληνάρας ανακάλυψε πως η πρόταση «με δουλεύεις ρε μαλάκα;» υποδηλώνει πως ο συγκεκριμένος ελληνάρας είναι δυνητικά δουλέψιμος, δηλαδή δυνητικά κορόιδο (το οποίο ο ελληνάρας δεν μπορεί να πιστέψει δι' εαυτόν φυσικά!)
Με δουλεύεις ρε μαλάκα;
Δες και δουλεύω κάποιον ψιλό γαζί.
Got a better definition? Add it!
Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.
Got a better definition? Add it!
Είμαι καταπληκτικός, άπαιχτος, ανεπανάληπτος, σπέρνω!
Το καινούργιο των Parkinsons τα σπάει, ειδικά η διασκευή Bανδή.
Got a better definition? Add it!
Παλιός όρος που αντικαταστάθηκε από τους τα σπέρνω και τα σπάω - είμαι πολύ άτομο, τα πάω πολύ καλά σε κάτι, νικάω κ.τ.λ.
- Θα σας σκίσουμε την Κυριακή, γαυράκια!
- Θα μας κάνετε τα τρία δύο, κωλοχανούμια...
Βλ. και όλα τα λέιζερ πάνω μου (εδώ, σε μένα)!, φτύνομαι / φτου μου, φτου μου, με πάω με χίλια, δοξάστε με!
Got a better definition? Add it!
Λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει.
- Κάτσε να φέρω τριάρες τώρα ρε αρχίδι και θα δεις!
- Θα μου κάνεις τα τρία δύο...
Got a better definition? Add it!