Further tags

Η πολυλογία.

Σταματήστε επιτέλους το μπλα μπλα να δούμε την ταινία σαν άνθρωποι!

Πρώτος και μιλάει και ασταμάτητα. (από Galadriel, 08/03/09)

Βλ. και μπίρι-μπίρι και ενδεχομένως μπούρου-μπούρου μαλακίες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Κατάσταση υπερβολικής μέθης κατά την οποία η αντίδραση σε οπτικοακουστικά ερεθίσματα είναι ανάλογη αυτής του ξύλινου χερουλιού τσάπας ή γκασμά.

  2. Πολύ και αγριοβάρβαρο ξύλο. Συντάσσεται με το τρώω ή / και ρίχνω.

  1. Άσ' τον ρε, δε βλέπεις ότι το παιδί είναι στειλιάρι;

  2. Και εκεί που κάνω παιχνίδι με τη μικρή, πετάγονται 3 και μου ρίχνουν ένα στειλιάρι... 8 έπεφταν 1 μέτραγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρίσιμο, συνήθως η βλαστήμια, το βρίσιμο των θείων.

Παναγιώτη σταμάτα να τσιμπάς τον παππού γιατί αν ξυπνήσει θα σου κατεβάσει κανένα καντήλι και θα έχει και δίκιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άφραγκος, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο ρέστος.

- Δικέ μου έχεις κανένα κατοστάρικο να ταΐσουμε κανένα φλιπεράκι;
- Τι κατοστάρικο ρε 'συ; Αφού το ξέρεις, είμαι στεγνός εδώ και δυο μέρες. Ούτε τσιγάρα δεν έχω. Μήπως έχεις ένα τσιγάρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άφραγκος, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο στεγνός.

-Πήγα το πρωί και πλήρωσα εφορία, νερό, ρεύμα, τηλέφωνο και κάτι γραμμάτια και έχω μείνει ρέστος. Να δω πώς θα βγει ο μήνας πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποχαιρετώ, λέω αντίο. Από τον παραδοσιακό τρόπο αποχαιρετισμού, κουνώντας ένα λευκό μαντήλι.

-Άντε έλα να χαιρετηθούμε.
-Τι δεν θα με πας μέχρι τον έλεγχο;
-Μήπως θες να περιμένω και μέχρι να φύγει το αεροπλάνο ώστε να σου κουνήσω το μαντήλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των χαιρέτα μου τον πλάτανο, φέξε μου και γλύστρησα, άντε γειά, κάααααλα... Εκφράζει ψιλο-αποδοκιμασία, ψιλο-βαρεμάρα, και λίγο σταρχιδισμό.

- Και τι πρέπει να κάνεις για να πάρεις το χαρτί;
- Πρέπει να πας στη γραμματεία, να στο επικυρώσουν, μετά να πας στο ταμείο, να... (μετά από 10 λεπτά) ...και τέλος στο διευθυντή για να σου δώσει το χαρτί....
- Κάαααλα, Τρεχαγυρευόπουλος δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρήση του λήμματος ως λιπαντικού.

  1. Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.

  2. - Χωρίς σάλιο θα σε πάρω πούστη... θά 'ναι σαν να σε περνάει τρένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάμπα -- η απόκτηση αντικειμένου χωρίς αντάλλαγμα.

  1. - Βάλε voip να κάνεις τηλέφωνα (στο) τσαμπέ.

  2. - Πώς είναι δυνατόν ρε φίλε να τη βγάλει ένας άνθρωπος τσαμπέ στο κωλόμπαρο;
    - Αααα, μόνο αν η πουτάνα είναι η μάνα σου...

Μην σε καταλάβουν μόνο ότι ταξιδεύεις τσάμπα. (από Galadriel, 16/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκαίνομαι χαζεύοντας κάποιον / κάτι.

  1. Το ζαχαρώνω αυτό το Volvo καιρό τώρα.

  2. (τραβεστί, τραγούδι, άσημος)
    - Πάψε να με ζαχαρώνεις, δεν μου κάνεις γι' αδερφή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified