Further tags

Καρακλασικό επιφώνημα, συνοδευτικό τριών μεγάλων κατηγοριών χοιρονομιών μανουριάσματος:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ότι έχει υψηλές επιδόσεις. Αναφέρεται σε αμάξια, υπολογιστές κτλ.

- Του άλλαξα μοτέρ και του έβαλα 250 άλογα. Μετά τα έσκασα για μεγάλη μπούκα πίσω, σκούπα και χταπόδι. Πάει σφαίρα το εργαλείο, καύλα είναι.

- Με 8GB RAM, Quad Core και 2GB κάρτα γραφών θα σου πηγαίνει σφαίρα. Δεν θες κάτι άλλο.

(από HardcoreGR, 13/05/12)(από HardcoreGR, 13/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.

Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).

Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα

- Καλό το μαγαζί; - Ψώνιο φάση μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει πως κάτι είναι από κάθε άποψη εξαιρετικό και αξίζει και με το παραπάνω, ή ακόμη πως το κάτι αυτό είναι το βασικό στοιχείο ή χαρακτηριστικό που υπερτερεί έναντι όλων των υπολοίπων. Είναι συνώνυμη στο λόγο και στη χρήση με την φράση όλα τα λεφτά.

Αρκετά παλιά έκφραση που χρησιμοποιεί την συμπαραδήλωση χαρτί = λεφτά, η οποία χρονολογείται από τις ημέρες που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα κι η Γλυκερία αναρωτιόταν στις πίστες γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια. Ωστόσο, αν και παλιά, η έκφραση λέγεται (και γράφεται) ακόμη, και είναι υφολογικά αρκετά μαγκιόρικη έτσι ώστε να γλιτώνει την κατάταξη στους μπαμπαδισμούς.

  1. Eίναι παραγωγής, αλλά σε πολύ λίγα κομμάτια. Το πλαίσιο είναι όλο το χαρτί, ο κινητήρας είναι TZR250 και η μοτοσυκλέτα εχει στήσιμο GP250. Είχα υποσχεθεί φωτό, την εχω σε βιβλίο στο γκαράζ, αλλά σήμερα με ξελόγιασε πάλι η bimota και το ξέχασα τελείως. (Από εδώ)

  2. Το διπλό πλάνο της Όλγας Τρέμη με τον πατατοπαραγωγό Ξανθόπουλο είναι όλο το χαρτί και αποτυπώνει άψογα την εικόνα της σημερινής Ελλάδας της κρίσης! (Από εδώ)

  3. Ο πορωτικότατος ήχος που ακούγεται από την σκάστρα είναι όλο το χαρτί! Πρόκειται για μία διπλοέμβολη της HKS που κάνει το Subaru στο πέρασμά του να ανασταίνει και νεκρούς! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Σατανάς, ο Διέαολος, αλλά και ο γενικά ακατανόμαστος (όχι μόνον αυτός), ο ανεπιθύμητος, ο μακριά απ' τον κώλο μας κι ας είναι όπου νά 'ναι. Επίσης συνώνυμο του φτούκακα.

Από το «έξω (όξω) από εδώ». Λέγεται βεβαίως και εξαποδώ, αλλά το οξαποδώ είναι σλαγκότερον γιατί εκάστη λαϊκή παραφθορά φωνήνετος ή συμφώνου σλανγκίζει την δόκιμη λέξη κατά μία ή και περισσότερες μονάδες.

  1. Λοιπόν, όταν εγώ λέω ότι ο Θεός μπορεί να έφτιαξε τα πάντα - ακόμα και τις ναπάλμ... - αλλά αποκλείεται να έφτιαξε κάτι τόσο ... διεστραμμένο όσο τα computers, δε θέλω να ακούω αντιρρήσεις! Αυτά είναι δημιουργήματα του αλλουνού, του κερατούκλη, του οξαποδώ!

  2. Επειδή, ως γνωστόν, το barcode κρύβει το νούμερο του οξαποδώ κι επειδή, όταν έρθει ο οξαποδώ, θα χαραχτούμε απαξάπαντες με το 666, ετοιμαστείτε για εκείνη την εποχή φτιάχνοντας το barcode του… εαυτού σας. Ο ΚΑΙΡΟC ΓΑΡ ΕΓΓΥC!

  3. Γιατί άμα λάχει, εμείς οι διαφημιστές (οξαποδώ) και συνειδήσεις προγραμματίζουμε! Σήμερα για παράδειγμα, εγώ πήρα τρία μπρηφ. Έχω να κάνω μια καταχώριση, μια προσαρμογή τηλεοπτικού και μια προπαγάνδα υποσυνείδητου.

  4. Πάντως αυτά τα (οξαποδώ) γερμανικά μεγάφωνα ΑΕR MD3 φαίνονται ενδιαφέροντα.

  5. Το αυτοαναφορικό γνωμικό «λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ» σημαίνει μια περιθωριακή λεξούλα, που οι κυριλέ λεξικογράφοι, όπως ο οξαποδώ Μπαμπινιώτης απαξίωσαν να συμπεριλάβουν στα πολυτελή λεξικά τους, με αποτέλεσμα να μείνει άστεγη, και να βρει λίγη περίθαλψη, στοργή και θαλπωρή μόνο στον διαδικτυακό τόπο του slang.gr.

(από το νέτι -το τελευταίο από το λήμμα ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη εκδοχή του κοψοφλέβικου γαλλιστί όμως αυτή τη φορά.

Η τραγουδίστρια τους Natalia Jimenez πιστεύω ότι έχει φοβερή φωνή ειδικά όταν ερμηνεύει σλόου-κοψοφλεβέκομμάτια.

Got a better definition? Add it!

Published

Παρακάμπτω τη μη σλανγκ μπούκα, την οποία μεγάλη οφείλεις να φας, πλην όμως μεγάλο λόγο να μη λες και προχωρώ στις πιο ιδιότροπες σημασίες:

  1. Το στόμιο του κανονιού. Έτσι έχω ή βάζω κάποιον στην μπούκα σημαίνει τον χώνω ως βλήμα στο στόμιο του κανονιού και ετοιμάζομαι να τον κανονιοβολήσω εις το πυρ το εξώτερον. Άρα έχω κάποιον σε δυσμένεια. Στο στόχαστρο. Τον έχω βάλει στο μάτι. Τον χώνω σ’ όλες τις υπηρεσίες, είναι ο πρώτος ύποπτος για οτιδήποτε στραβό συμβαίνει. Τον υπονομεύω, τον χτυπάω όπως μπορώ. Πνέω μένεα εναντίον του. Τον έχω εντοπίσει ως το εύκολο και πρόχειρο θύμα. Ετοιμάζομαι να τον πλήξω.

  2. Το άνοιγμα της σκηνής του θεάτρου.

  1. - Λίγο οι δύο απανωτές καταγγελίες από την εκάστοτε νέα κυβέρνηση κατά της προηγούμενης ότι εξαπατούσε την Ευρώπη με τα γκρικ στατίστικς, που εξόργισαν τους Ευρωπαίους, λίγο τα αδέξια φλερτ με τη Ρωσία στο ενεργειακό παιχνίδι που εξόργισαν τους Αμερικανούς, νά'σου και το χρέος όλο ν' ανεβαίνει, μας έβαλαν όλοι στην μπούκα και καταλήξαμε να γίνουμε τα εύκολα θύματα, ο αδύνατος κρίκος της αλυσίδας.

- Από τότε που με πιάσανε να βλέπω τσόντες στο ίντερνετ μ’ έχει στην μπούκα ο προϊστάμενος, με χώνει όπου βρει, ανάσα δεν παίρνω.

- Η Τουρκία με τη στρατιά του Αιγαίου έχει στην μπούκα όλα τα νησιά.

  1. - Το τρακ στην «μπούκα» κορυφώθηκε, ενώ η μπαγκέτα στριφογύρισε νευρικά στα χέρια του Κερκυραίου μαέστρου, του Δημήτριου Ανδρώνη, πριν σηκωθεί, για ν’ αφήσει την μουσική ν’ αναδυθεί από το χάος του θορύβου (Περικλής Λάσκαρις, εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κωδικοποιημένο καθωσπρεπισμό του κάτουρου και / ή του κατουρήματος.

Βλ. και χοντρό.

Αγγλιστί: number one.

- ... η Χαρούλα, μας ενημερώνει «Χαλά, κακά», είτε κάνει ψιλό είτε χοντρό. Βέρα κρητικιά από τα γεννοφάσκια της. Μέχρι να πάρω χαμπάρι ότι στο Ρέθυμνο λένε «κατούρησε» εννοώντας και τα δύο (κακά και τσίσα), πήγα να πάθω.
(εδώ)

(από Vrastaman, 03/09/10)αλατι ψιλό...αλάτι χοντρό (από perkins, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεταφορικής αποδοκιμασίας και αγανάκτησης. Συνοδεύεται επίσης από τις λέξεις / φράσεις: «το τράγιο», «μέσα», «μέσα ναι» και «το βερνικωμένο».

Σου πέφτει κάποιο πράγμα κάτω και σπάει, οπότε αναφωνείς: - Γαμώ το κέρατό μου το βερνικωμένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυναμάρι αποκαλείται οτιδήποτε χρησιμοποείται για να ενισχύσει την δύναμη και την σταθερότητα ενός άψυχου αντικειμένου.

Μεταφορικά, παραπέμπει στην ανθρώπινη δύναμη, τα κότσια που χρειάζονται για να αντιμετωπίσεις κάτι ή κάποιον.

- ...ανασήκωσε ένα μεγάλο κορμό, να τον σφηνώσει δυναμάρι σε μια λασκαρισμένη ξυλοδεσιά (Ν. Καζαντζάκης)

- Τα δυναμάρια αυτού του ανθρώπου είναι καλά αφού αντέχει την πεθερά του και δεν έχει κλατάρει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified