Further tags

Κάτι που είναι πολύχρωμο, με έντονα χρώματα. Συνήθως κιτς και «γύφτικο».

Τι της το πήρες το παπαγαλί φόρεμα ρε συ; Θα σ'το φέρει στο κεφάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι σωστό, εξηγημένο, «πετυχημένο», που σε επηρεάζει, δεν το ξεχνάς εύκολα.

  1. - Πώς σου φαίνεται ο νέος διευθυντής; Δυνατός έτσι; - Ναι ρε, μέσα σε έναν μήνα έβαλε τάξη στο τμήμα, που το είχε αφήσει μπουρδέλο ο προηγούμενος.

  2. Πςςςς... πολύ δυνατό τραγούδι αυτό. Έχω φάει κόλλημα μιλάμε.

  3. Έβλεπες Κάντυ-Κάντυ; Ηταν πολύ δυνατό μικιμάου. Ακόμα θυμάμαι πώς ένιωσα όταν πέθανε ο Άντονυ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γραβάτα.

- Είναι να πάω σε γάμο και πρέπει να φορέσω πουτσοδείκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ζώνη ή το λάστιχο που χρησιμοποιείται για να σφίξει το μπράτσο να πεταχτούν οι φλέβες.

Σφίξε το πρεζολάστιχο να βρω καμιά φλέβα γιατί κάηκαν όλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ή αντικείμενο που χρησιμεύει για να τραβάει την προσοχή προς όφελος κάποιου άλλου αντικειμένου ή ανθρώπου, π.χ. ένα πολύ καλό κομμάτι σε μια βιτρίνα με σαβούρες.

- Κοίτα με τι γκομενάρα κυκλοφορεί αυτός ο τύπος! Και δεν του φαίνεται!
- Μπα, αδελφάρα είναι, την γκόμενα την έχει για κράχτη!

(από HODJAS, 27/05/10)(από GATZMAN, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.

- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!

Για τα μην τα τραβάτε! (από Vrastaman, 10/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενθουσιώδης χαρακτηρισμός αντικειμένων που είναι πολύ σούπερ, πολύ ιν, συναρπαστικά. Ενίοτε και σούπερ-ουάου.

Καλά το είδες το πουκαμισάκι που πήρα; Σούπερ-ουάου, έτσι;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πεϊνιρλί, εξαιτίας του σχήματός του.

- Πάμε να φάμε καμιά παντόφλα μπας και συνέλθουμε απ' τα ξύδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το χαλασμένο κρασί γίνεται ξίδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.

Χθες ήρθε ο Βαγγέλης σπίτι και λιώσαμε στα ξίδια!

(από Khan, 17/01/13)(από Khan, 09/09/14)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χοιρινό ζαμπόν (απο το μπάτσοι-γουρούνια).

Ομοίως, μπατσότυρο = ζαμπονότυρο.

- Τι έχει το σάντουιτς;
- Μπάτσο, τυρί και ντομάτα.

Δες και φουνταριστός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified