Μαλακία.

Πέταξε μια κοτσάνα η Γιώτα, έγινε ρεζίλι σε όλο το σχολείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική φρασεολογία η οποία, ανάλογα φυσικά και με το άτομο στο οποίο απευθύνεται, σημαίνει ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα σε βλάψω. Συνώνυμο του «θα σου αλλάξω τα φώτα».

-Η καριόλα η Μαρία θα πει τον δεσπότη Παναγιώτη, που πήγε και με κάρφωσε. Θα κυκλοφορήσω φωτό της ενώ είναι άβαφτη στο Internet.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφιλής λέξη για την έκφραση συναισθημάτων όπως η αποτυχία, η απαισιοδοξία, η ματαιότητα, η απογοήτευση κ.ο.κ.

Σκατά! Πάλι μου πήραν τις πινακίδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπουνιά στα μούτρα.

Του 'πα ότι του γαμιέται η μάνα και αυτός με άρχισε στα μπουκέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαρκαστική προειδοποίηση. Σημαίνει το τελείως αντίθετο: «πού νά 'ξερες καημένε μου τι σε περιμένει...».

Το λέμε όταν εξ ιδίας πείρας έχουμε δει τα σκούρα και διαπιστώνουμε ότι κάποιος άλλο πάει ντουγρού να πάθει τα ίδια (πχ με μια μαλάκω γκόμενα την οποία είχε κάποιος και τώρα την παίρνει άλλος, στην κίνηση που επιτέλους απαλασσόμαστε από κάποιον μπάρμπα-Μπρίλιο και τον τρώει στη μάπα ο επόμενος, ιατρικές εξετάσεις που τις έχουμε κάνει και πόνεσαν και μάτωσαν και τώρα βλέπουμε ότι ο κολλητός μας πα να τις κάνει, κλπ).

Πολλές φορές διατυπώνεται και σαν κατάρα τ. «θα δεις τι έχεις να πάθεις, μαλάκα».

- Θέλω να μπω στο σάη σας.
- Θα περάσεις καλά....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε ζωντανό (κατά κύριον λόγο έντομο) κατοικοεδρεύει μέσα σε έναν καρπό, μηχάνημα, αντικείμενο, εκεί όπου, ακόμα κι αν είναι φυσιολογικό να βρίσκεται, δεν χαιρόμαστε να το συναντάμε.

- Για δες ρε μάνα, είναι καλό αυτό το μήλο;
- Λίγο χτυπημένο είναι, δεν πειράζει. Αλλά μην το φας έτσι, κόψ' το καλού κακού μην έχει καναν κάτοικο...

Got a better definition? Add it!

Published

Λεξικογραφικώς, αποτελεί συνώνυμο του εαυτού, με εμφανέστατη ετυμολογική σύνδεση με την λατινική ρίζα part-, δηλ. μέρος, εκ μέρους μου κλπ.

Σλανγκικώς όμως, η πάρτη, αποτελεί μια εξόχως συμπεπυκνωμένη έννοια, το ανάπτυγμα της οποίας έχει ως εξής:

- Ας είμαι εγώ καλά και ας πάνε να γαμηθούν όλοι οι άλλοι.

Η πάρτη, αν και νεοελληνικός όρος, δεν είναι μόνο νεοελληνικό φαινόμενο, αποτελεί διόγκωση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης σε συνθήκες όπου δεν τίθεται θέμα επιβίωσης. Σε μια πιο σύγχρονη θεώρηση, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να αισθανθεί συναισθήματα αλληλεγγύης μόνο για ένα πεπερασμένο αριθμό ατόμων στη ζωή του, που μάλιστα αποτελούν μικρό κλάσμα του αριθμού των ατόμων που γνώρισε συνολικά, τα άτομα αυτά αποτελούν την αμερικλανιστί πιθηκόσφαιρα. Σήμερα ίσως η δύναμη της εικόνας (δηλ. το 85% των αισθήσεών μας) μπορεί να έχει αυξήσει κάπως τον όγκο της, αλλά σίγουρα δεν την έχει κάνει μεγαλύτερη από την υδρόγειο.

Ο παρτισμός όμως, όπως και ο εξάδελφός του σταρχιδισμός, αποτελούν εξελικτικά ψεγάδια του ανθρωπίνου όντος. Διότι, όπως λέει και το σοφό ανέκδοτο με την κλώντια σιφερ και τον γιωρίκα στο νησί των ναυαγών, τι να σε γαμήσω αν δεν έχω σε ποιον να το πω; Ο πρώτος δεν είναι έρωτος αν δεν υπάρχει δεύτερος, ο από πάνω είναι γιατί υπάρχει κάποιος από κάτω, αν δεν σε ενδιαφέρει τίποτα αυτοκτόνησε αύριο, μην περιμένεις να πεθάνεις μετά από 80 χρόνια, quelle talaiporie!! Στον ελληνιστικό κόσμο, τα φαινόμενα αυτά τιθασεύτηκαν με του μικρούς πληθυσμιακά πυρήνες άμεσης δημοκρατίας (Αθήνα), αναρχίας (Λακεδαίμων), αλλά και τις διοικητικές κατατμήσεις του Αλεξάνδρου με χρήση τοπικών αρχόντων. Με άλλα λόγια, όταν το κοινωνικό σύνολο παρέμενε στα επίπεδα της πιθηκόσφαιρας, υπήρχε συλλογική συνείδηση ακόμα και αν δεν υπήρχε ταύτιση.

Αντιθέτως, στις παλαιότερες (παξ πουτάνα, βυζάντιο), αλλά και στις νεόκοπες απόπειρες παγκοσμιοποίησης, η πάρτη και το να πατάς επί πτωμάτων καταδικάστηκε θεατρινίστικα σε γελοίο βαθμό, για να ανοίξει τον δρόμο στους ματαιόδοξους wallstreetmάδες, αλλά και τους εντός της πιθηκόσφαιρας μας γιωργάκηδες, κωστάκηδες, πετράκηδες να αποφύγουν τον καιάδα.

Εν κατακλείδι, ο παρτισμός, ως φαινόμενο, αρχίζει από την εμφάνιση της ασθένειας του ανθρώπου να δαγκάνει ως κύων και όχι ως κυνικός (κατά Διογένη). Από τότε δηλαδή που εθεωρήθη μαγκιά η μη εξωτερίκευση των συναισθημάτων (κατά σύμπτωση εξαιρετικά απλών και πρωτόγονων) έγινε ιδανικό το κυνήγι ματαιόδοξων αγαθών (όσα δεν πιάνει η αλεπού...). Εξυπακούεται ότι η ασθένεια πήρε διαστάσεις επιδημίας.

  1. (βάρμαν προς την γκόμενα που χαλβαδιάζει)
    - Ετοιμάζω τα ξύδια μοναχά για πάρτη σου!

  2. - Τι έκανα για πάρτη μου (...και πολλά άλλα)

τι έκανα για πάρτη μου εε;; (από Abas, 26/04/10)Voyage pour toi seulment, par Georges Jeanias (από Abas, 26/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ψητά (στα κάρβουνα) κρεατικά, τα σχάρας. Μιλάμε μόνο για κόκκινο κρέας, συνήθως παϊδάκια. Προφ λέγονται έτσι γιατί πρόσκειται για μικρά κομμάτια κρέατος, εύκολα στο ψήσιμο. Δεν μιλάμε, δηλαδή, για μπριζόλες ή Τ-bone steak.

- Πα να φάμε κανα βρώμικο;
- Μπε... Προτιμώ κανα κοψίδι ναουμ'.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Κλητική που χρησιμοποιείται για κάποιον με συμπεριφορά μπάρμπα-Μπρίλιου, με την ειδική αλλά και ευρύτερη έννοια.

  2. Επίσης, ως αστεία φιλική προσφώνηση.

  3. Επίσης, ως συνώνυμο του «θεϊκό» κατά την παλαιά σημασία του.

  1. Πού πας ρε θείο με 40 χλμ την ώρα στην αριστερή λωρίδα;

  2. Θείο, τι λήμμα ήταν αυτό που ανέβασες;

  3. Ξάπλωσε το θείο κορμί της στην ξαπλώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πτώχευση, η χρεωκοπία.

Λέξη δάνειο από τα ιταλικά [ιταλ. fallimento].

Ευρέως χρησιμοποιείται και ο εξελληνισμένος ρηματικός τύπος «φαλιρίζω».

  1. Σχόλιο από διαδικτυακό forum:

«Η Destinator απ' όσο έμαθα από άτομα που ασχολούνται με τον χώρο βάρεσε φαλιμέντο και τελικά εξαγοράστηκε από κάποια άλλη εταιρεία. Δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στα προϊόντα της, πάντως καλό αποκλείεται να είναι -αφού σε αυτές τις περιπτώσεις, των εξαγορών έπεται μια περίοδος »εγκλιματισμού« των νέων κατόχων.»

Γελοιογραφία της εποχής χρεωκοπίας Τρικούπη. Πόσο μοιάζει ο Threecup, με τον GAP; (από GATZMAN, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified