Further tags

Όψη μαραμένη και ελεεινή. Φάτσα για κλάμματα, απορρύθμιση των άκρων, σχεδόν πλήρης αδυναμία κίνησης και άρθρωσης - όλα αυτά συνέπεια κούρασης και αϋπνίας, είδικά όταν το ξενύχτι συνοδεύεται από πολλά τσιγάρα και ξύδια.

Συγγενείς έννοιες: σαν τον πούτσο μου ξενύχτη, σαν τον κώλο μου ξενύχτη.

- Καλά ρε μαλάκα, τι φάτσα είν' αυτή; Σαν κλασμένο μαρούλι είσαι πάλι.
- Μμμμμμ ... δε κοιμήθηκα .... πφπφπφπφ ..... πόκα ... τριαντάεξι ώρες .... έμπλεξα ...
- Άντε ρε για ύπνο, δε βλέπεις μπροστά σου, ρε μαλάκα, δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου ... θες ταξί;
- Νννναί ... πατσά, όμως, πρώτα ... θα στανιάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντεκολτέ γυναικός που έχει δεχθεί τις περιποιήσεις πλαστικού χειρούργου. Κατ΄επέκταση και ολόκληρη η φέρουσα. Από την γνωστή περιοχή της Καλιφόρνια.

προφανές!

Mona Lisa πριν και μετά από Tom Pousti (από Khan, 03/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σαν υπονοούμενο για τα οπίσθια κυρίως των γυναικών. Ορίζει παράλληλα ότι τα οπίσθια έχουν τέλειο σχήμα και στέκονται σαφώς «ψηλά».

Δύο φίλοι περπατώντας στον δρόμο έχουν μπροστά τους μια όμορφη κυρία. Σχολιάζοντας τα οπίσθιά της λένε:
- Τι κάπούλια είναι αυτά αδελφέ μου ...
- Σαν αλόγου κούρσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλοιφές, λοσιόν, κρέμες, σπρέι, ματζούνια και ο,τιδήποτε άλλο απλώνουμε στο δέρμα μας - ειδικά αν είναι λιπαρό ή γλοιώδες και έχει έντονη μυρωδιά.

Ειδικότερα, ο όρος έχει τέλεια εφαρμογή στα κάτωθι:

  1. καλλυντικές κρέμες και μέικ απ
  2. αντιηλιακά και λοσιόν μαυρίσματος
  3. εντομοαπωθητικά π.χ. Autan

- Καλά ρε μανούλα μου, είναι δυνατόν να ξέχασες πάλι τα πασαλειψατέρ; Ντάλα μεσημέρι ... θα καψοκαούμε... αφού είπες ότι τα είχες βάλει στην τσάντα με τις πετσέτες ...

Got a better definition? Add it!

Published

Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια.

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια.

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσα. Ένα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικο. Η ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντων.

  1. Ωραίος άνθρωπος ο πεθερός σου, κιμπάρης... Λίγα λέει, πολλά καταλαβαίνει... Και παλτουδιά κασμίρι... Κι αυτή η αλυσιδίτσα που έφερε για το μωρό 22 καράτια είναι, ξέρω εγώ από τέτοια...

  2. Τι να σου πω, αγόρι μου... Δικό σου είναι το σπίτι είναι και δικιά σου και η τσέπη... Αλλά αυτό είναι άλλο πράμα, κιμπάρικο... Κάνει κάτι παραπάνω αλλά τ' αξίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο πολύ κοντός άνθρωπος.
  2. Όταν κάποιος απαντά σε υβριστικό λόγο του αντιπάλου του και καταφέρνει να τον κάνει να μην μπορεί να σκεφτεί κάτι να του αντιμιλήσει και σωπαίνει.
  1. Ε την τάπα! 1.20 όρθια είναι!

  2. - Άντε ρε... που δε σε κόβει ούτε 2+2 πόσο κάνει!
    - Μιλάς και συ, που δεν πέρασες ούτε την τάξη!;
    - ...
    - Φάε την τάπα τώρα και μη μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται με αρνητική σημασία για να περιγράψει το ύφος (και συνεπακόλουθα τη συμπεριφορά) ενός ατόμου. Το υφάκι αυτό είναι κάπως, δηλαδή μπορεί να είναι ψωνισμένο, εχθρικό, δεσποτικό κτλ... Σίγουρα πάντως, ακόμη και όταν τα προσχήματα τηρούνται, κάτι δεν πάει καλά με αυτό το ύφος και με αυτόν που το έχει.

  1. - Για πήγαινε να μου πάρεις μια εφημερίδα!
    - Δεν κατάλαβα, τι υφάκι είναι αυτό; Να πας να την πάρεις μόνος σου!

  2. - Είδες υφάκι μπλαζέ ο Άλκης;
    - Πολύ κωλοπαίδι κατάντησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρομοίωση που περιγράφει γλαφυρά φάτσα τύπου, χοντρού κατά προτίμηση, που τον έχει αρπάξει άσχημα ο ήλιος.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα μέρη του σώματος - π.χ. για το σβέρκο, εξ ου και οι Αμερικάνοι rednecks.

Επίσης, ενστικτώδης αντίδραση σε φάση που τύπος, επίσης χοντρός κατά προτίμηση, σκάει μύτη μπροστά μας έχοντας απροειδοποίητα ξυρίσει το μουστάκι.

  1. Στοργική μητέρα 1: - Κωστάκη, έλα δω να σου βάλω πασαλειψατέρ. Θα σε βαρέσει ο ήλιος μεσημεριάτικα, σαν της μαϊμούς τον κώλο θα γίνεις.

  2. Στοργική μητέρα 2: - Αχ, παιδάκι μου, γιατί το ξύρισες; Σαν της μαϊμούς τον κώλο έγινες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ψηλός άνθρωπος.

- Τά 'μαθες; Ο Σάκης βρήκε γκόμενα!
- Άντε ρε, επιτέλους! Καλή;
- Ναι μωρέ, την ξέρεις, η Αννίτα.
- Ποια, αυτό το ντερέκι;
- Ναι μαλάκα, γάμησέ τα! Ανέβα να φιλήσεις κατέβα να γαμήσεις είναι η φάση! Πολύ γέλιο!

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχικώς το γνωστό συμπαθές ελεφαντάκι της Disney (βλ. σχετική φωτό) με σήμα κατατεθέν τα μεγάλα και πεταχτά αυτιά. Εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού, έχει επικρατήσει να αποκαλούμε ντάμπο όλους αυτούς που έχουν μεγάλα και πεταχτά αυτιά, τις λεγόμενες αυτόγκες ή αυτούμπες. (βλ. σχετικές φωτό)

Προσοχή: ο γνωστός δημοσιογράφος Γιώργος Αυτιάς (βλ. φωτό), παρά το όνομα και όλα τ' άλλα κακά της μοίρας του που αναλύονται στο ομώνυμο λήμμα, ΔΕΝ είναι ντάμπο. Τα υπόλοιπα κουσούρια αρκούν και προσφέρονται εξίσου για χαβαλέ, οπότε παρακαλώ χρησιμοποιείτε αυτά.

Συνώνυμα: αυτιάγγουρας, μπακαυτιάς.

Φυσικοί εχθροί: Ο γνωστός πρώην πρωταθλητής της πυγμαχίας Mike Tyson (βλ. σχετική φωτό), ο οποίος προφανώς έχει ένα πράμα με τ' αυτιά, οπότε αν είσαι και ντάμπο κινδυνεύεις ακόμη περισσότερο.

Τέλος, παρά την κρατούσα άποψη ότι τα μεγάλο αυτιά δεν είναι ιδιαίτερα όμορφα, πολλοί συνάνθρωποί μας (τρόπος του λέγειν) όχι μόνο επιθυμούν να τ' αποκτήσουν (φωτό) αλλά έχουν βασίσει και την επαγγελματική τους καριέρα σ' αυτά (φωτό)

- Πώς σου φάνηκε τελικά η Σούλα, δε μας είπες...
- Έλα ρε τώρα, ο ντάμπο το ελεφαντάκι. Τουλάχιστον ακούει καλά μ' αυτές τις αυτούμπες; Τρία στρέμματα αυτί ρε πούστη μου και πας να μου την πασάρεις για μοντέλο; Έλεος.
- Τσου ρε Αλέν Ντελόν, που σου πέφτει και λίγη...

Got a better definition? Add it!

Published