Selected tags

Further tags

Το συναντάμε στην έκφραση Έγινε της κακομοίρας, που σημαίνει: έγινε μεγάλη αναστάτωση.

Αντί παραδειγμάτων, συνώνυμα:

Έγινε

  • της μουρλής
  • της πουτάνας
  • της πόρνης
  • της κατίνας
  • της κικής
  • της πιπίτσας
  • της φωφώς
  • της γωγώς
  • το έλα να δεις
  • χαμός
  • της μουρλής το πανηγύρι

κλπ κλπ

Got a better definition? Add it!

Published

Χαμένος, αφηρημένος. Προέρχεται από την έκφραση Είναι στον κόσμο του (κόσμος -> Κοσμάς!)

-Έχει χαζέψει τελείως ο Θανάσης τώρα τελευταία.
-Έ, καλά τώρα, πάντα Κοσμάς ήταν αυτός...

Got a better definition? Add it!

Published

Το χώρισμα ανάμεσα στα βυζιά μιας γυναίκας, αλλά και η αρχή του χωρίσματος των κωλωμερίων γενικά, που είναι ορατή όταν σηκωνόμαστε, πάμε να κάτσουμε, γέρνουμε μπροστά κλπ.

Τράβα το μπλουζάκι σου, ο από πίσω εναπόθετει το βλέμμα του στη χαράδρα σου.

Βλ. και κωλοχαράδρα, κωλοσχισμή, χωρίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απρόσωπη έκφραση. Όρος που δηλώνει απαξίωση και αδιαφορία μπροστά σε κάτι φαινομενικά σοβαρό. Συνώνυμο του δεν βαριέσαι (βρε αδελφέ).

- Έπρεπε να του τα πεις ένα χεράκι!
- Δε γαμιέται, σιγά μην του έδινα και σημασία του παλιομαλάκα...

Στον υπερθετικό. (από Khan, 18/03/11)(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδίνομαι από μια προσπάθεια λόγω εξάντλησης, εξαντλούμαι.

Συνώνυμα: σπάω, τα παρατάω.

Δύο χρόνια που τον ξέρω δουλεύει απο τις οχτώ το πρωί ώς τις οχτώ το βράδυ, και μετά στα μπαράκια και τα πάρτι ώς τις μία και δύο. Πώς αντέχει και δέν κλατάρει αυτός ο άνθρωπος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναξιόπιστο άτομο, το οποίο ρέπει προς την παρανομία.

Συνώνυμα: μούτρο, υπόγειος / σκοτεινός τύπος.

  1. — Πώς μ' έπιασε κορόιδο ρε ο αλήτης; Δύο κατοστάρικα για χαλασμένο ντιβιντί...
    — Έπρεπε να το καταλάβεις ρε χάφτα, έκανε μπαμ ότι ήταν λέρα ο τύπος.

  2. Μεγαλύτερη λέρα δεν κυκλοφορεί στην πιάτσα από τον Μπάμπη. Απ' όπου και να τον πιάσεις θα λερωθείς.

(από Galadriel, 01/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή.

Αρχαιοκάπηλοι στη στενή: Σπείρα αρχαιοκάπηλων εξάρθρωσε η Αστυνομία, που συνέλαβε πέντε άτομα, τρεις Κύπριους και δύο Ελλαδίτες, τη στιγμή που θα προχωρούσαν στην αγοραπωλησία δεκάδων τεμαχίων αρχαιοτήτων. (Σημερινή, 6/10/2007)

Βλ. και κάγκελο, πλεχτό, ψειρού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλαμβάνω, φυλακίζω. Συνώνυμα: τσακώνω, μαζεύω.

Τι κάνεις ρε στρατόκαυλε, με το μαχαίρι του ράμπο στην πορεία; Θα σε μπουζουριάσουν ρε καραγκιόζη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουνιά στο πρόσωπο, σφαλιάρα. Συνώνυμα: μπουκέτο.

Σταμάτα να μου τη μπαίνεις μαλάκα, γιατι θα τη φας τη μπούφλα σου στο τέλος και θα ησυχάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτίθεται. Συνώνυμα: δήθεν, τάχα (μου), λέει (σε πλάγιο λόγο).

  1. - Τι μου τριγυρνάει ρε ο τρόμπας με την Ελευθεροτυπία παραμάσχαλα, ατσαλάκωτη απ' το πρωί;...
    - Ε δεν καταλαβαίνεις; Μας το παίζει αριστερός και καλά.
    - Με την Ελευθεροτυπία;!!...
    - Ε εκεί φτάνει το μυαλό του, δεν καταλαβαίνεις; Ποιος; Ο γιος του βιομήχανου. Ρε για πότε θα τη φάει τη μπούφλα του να ησυχάσει...

  2. Πήγε μαζί του σπίτι, λέει, η γκόμενα που γνώρισε στο κλάμπ, και πηδιόντουσαν και καλά ώς το πρωί. Κααλά...

Παράγωγα: καικαλάς, καικαλούας/-ού. Βλέπε ακόμη και καλούα, ντεμέκ. Επίσης, δες και γαμώ, και πολύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified