Selected tags

Further tags

Μάγκικη συντόμευση του για στάσου ρε.

Συναντάται σε παλιές ελληνικές ταινίες αλλά και σήμερα είναι ευρέως διαδεδομένο. Λέγεται συνήθως όταν κάποιος από μια παρέα πάει να φύγει κάπως απρόσμενα.

- Λοιπόν παίδες εγώ τηγκανά έχω δουλίτσα!
- Εεεε.. για στα ρε! Πού πας έτσι στα καλά καθούμενα;

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά, τραμπάκουλο: το ογκώδες και αργό ιστιοφόρο.

Μεταφορικά αν πούμε παθαίνω τραμπάκουλο θα πει ότι ταράζομαι, τρώω πακέτο, παθαίνω ζημιά.

Λέξη ιταλικής προελεύσεως από το trabaccolo

- Βγήκατε τελικά με εκείνα μουνιά χθες;
- Δε σε είπανε οι άλλοι τι έγινε ρε; Ήταν κάτι μοσχάρια και οι τρεις, η μία πιο άσχημη απο την άλλη! Πάθαμε μεγάλο τραμπάκουλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά εννοείται το αιδοίο του οποίου το βάθος δεν μπορεί να μετρηθεί. Αφορά γυναίκες που έχουν χάσει το μέτρημα με πόσους έχουν κάνει σεξ και συνεπώς το αιδοίο τους έχει γίνει πέρασμα για τον καθένα και δεν νιώθουν τίποτα όταν το κάνουν.

-Έκανα χτες σεξ με την Σούλα, αλλά ρε παιδί μου αυτή ούτε λέξη δεν έβγαλε. Σα να μην υπήρχε! -Αφού την έχει πάρει όλη η Αθήνα αυτή τι να καταλάβει; Α ρε καημένε, σε κατάπιε η άβυσσος.

Got a better definition? Add it!

Published

Το πονηρό και με κακές προθέσεις άτομο που δρα υπογείως, φέρεται υποκριτικά και δημιουργεί προβλήματα και εντάσεις.

- Είδες που δεν μιλιέται πια η Κατερίνα με την Ελένη;
- Ναι, και ήταν κολλητές τόσα χρόνια. - Μπήκε μετά στην παρέα τους και η Σοφία και έβαζε λόγια στη μια για την άλλη και τις έκανε ανω-κάτω. Είναι μια νυφίτσα αυτή...

Νυφίτσα (από Vrastaman, 28/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Το πονηρό άτομο, το αφερέγγυο, το δόλιο. Παρόμοια σημασία με το νυφίτσα.

Μην τον βλέπεις που έχει γλυκό πρόσωπο. Είναι μια μουσίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έξυπνο και συνάμα πονηρό άτομο που πετυχαίνει τους στόχους του αθόρυβα και χωρίς να φαίνεται.

- Είδες που πηρε προαγωγή ο Μιχάλης;
- Μια χαρά τα κατάφερε, έμαθε τη δουλειά του καλά, έκανε φιλίες με τους υψηλά ιστάμενους, έμαθε μυστικά της εταιρείας και τώρα τους έγινε απαραίτητος και του έδωσαν μεγάλη αύξηση... Μεγάλη αλεπού ο τύπος!

Πονηρή αλεπού... (από HODJAS, 27/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εύστροφο και έξυπνο άτομο, με πολλές ικανότητες και δυνατότητες.

- Είδες ο Γιώργος; Έκανε ένα λάθος ο διευθυντής του και έχασε πολύτιμα για την εταιρεία αρχεία από τον υπολογιστή και αυτός κατάφερε και του τα βρήκε και τον έσωσε από πολλούς μπελάδες! Τώρα τον έχει προτείνει για προαγωγή! - Αφού είναι γάτα στους υπολογιστές!

(από Khan, 18/10/14)(από Khan, 30/10/14)

Επίσης, γάτος και γατόνι. Δες και τσακάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που δεν έχει δυνατότητα να τεκνοποιήσει.

- Τα έμαθες για τον Γιάννη; Εδώ και 3 μήνες προσπαθεί να κάνει παιδί με τη γυναίκα του αλλα εκείνη δεν μπορεί με τίποτα να συλλάβει. - Εχει δηλαδή πρόβλημα η Μαρία;
- Όχι ρε, ο Γιάννης είναι άσφαιρος, πήγε στο γιατρό και έκανε εξατάσεις και το έμαθε...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φαλακρός.

- Τον είδες τον Δημήτρη; Πήγε χτες στο κομμωτήριο και τα ξύρισε τελείως τα μαλλιά του, τρίχα δεν έμεινε! - Ναι τον είδα, πώς έγινε έτσι ο γλόμπος!

Βλ. και ελ γλόμπο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο απόλυτος εγωισμός.

Της ψωλής μας ο χαβάς ανασταλτικός παράγων για την πρόοδο της κοινωνίας. (παλιό αναρχικό σύνθημα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified