Selected tags

Further tags

Το ζώο (εκ της Τουρκικής).

-Τι έκανες εκεί βρε ζώον; Μα τόσο χαϊβάνι είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως στην επαρχία οταν κάποιος κάνει χαζομάρες ή είναι άβουλος, και παραπέμπει στα οικόσιτα κτήνη.

Ρε το ζωντανό, πήγε και κόλλησε το αγροτικό μέσα στο χωράφι.

ή

Περιμένεις να ψηφίσουν κάτι διαφορετικό απ' αυτό που τους είπε ο μπαμπάς τους, αυτά τα ζωντανά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παπάς (λόγω γενειάδας) εξού και το υβριστικό τραγόπαπας.

- Πάτερ μου ελάτε κι από δώ να μας κάνετε αγιασμό!
- Από εκεί, θα περάσει άλλος τράγος! (δηλ. στο απέναντι πεζοδρόμιο)

(ΑΛΗΘΙΝΗ στιχομυθία, την παραμονή των Θεοφανείων!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μοντέλα της BMW. Κλασικό όνομα για τους λάτρεις των χλιδάτων αμαξιών.

Πω ρε φίλε ο Καγκουρόπουλος χτύπησε μια μπέμπα άλλο πράμα. 220 άλογα τελική πιάνει.

Βρε πώς έχεις στρογγυλέψει, μπέμπα, μπέμπα! (από Hank, 03/02/09)Μμμ! Ωραία μπέμπα (από GATZMAN, 30/11/10)

Σχετικά: μπεμπόνι, εργαλείο, μπεμβεδοσουσού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνήσιος, αυτόχθων Αθηναίος.

- Από πού κατάγεται ο κ. Αγησίλαος:
- Είναι γνήσιος Αθηναίος, γκάγκαρος, γενεές δεκατέσσερις!

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικροσκοπικό παιδί (κυριολεκτικά είναι το σαυράκι).

Ήλθαν δυο παιδιά να πουν τα κάλαντα. Το ένα ήταν ένα σαμιαμίδι μια σταλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζαβός, -ή, -ό: Παλαβός. Αυτός που κάνει τρέλες ή ο αλλοπρόσαλλος.

Πήγε και πούλησε το μαγαζί του για ένα κομμάτι ψωμί ο ζαβός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελός στα χιώτικα!

-Θα πάω για κατάδυση!!!
-Καλά λωλή είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακριτική προσφώνηση ατόμου χαμηλής νόησης.

Μην της δίνεις σημασία είναι ελαφριά, δεν πολυκαταλαβαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαυροφορεμένες γριές άνω των 80 χρόνων λεπτές μέχρι 1,50 και με καμπούρα στον standard εξοπλισμό που φοράν πάντα και μία μαύρη μαντίλα και δε σε κοιτάν ποτέ στα μάτια για να μην τις αναγνωρίσεις και για να νομίζεις ότι όλες είναι ίδιες. Στην πραγματικότητα είναι μεταμφιεσμένοι γιαπωνέζοι ninja και η καμπούρα κρύβει κατάνες, στιλέτα, κρόταλα, spells και άλλα διάφορα όπλα απαγορευμένα απ' τη συνθήκη της Γενεύης.

- Ρε μαλάκα, μου την έπεσαν 7 γιαπωνέζοι νίντζα...
- Άντε ρε καραγκιόζη, τις γριούλες...
- Ρε αλήθεια σε λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified