Το γνωστό «Γάμησε τα»...
- Πως πάει ρε μαλάκα. Όλα καλά;
- Άμησετα.
Το γνωστό «Γάμησε τα»...
- Πως πάει ρε μαλάκα. Όλα καλά;
- Άμησετα.
Βλ. και γάμησέ τα κι άφησέ τα
Got a better definition? Add it!
Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησού, θα ήθελα να παραθέσω μία οσοδήποτε μεγάλη ΟΧΙ εξαντλητική λίστα λέξεων για τον πούστη. Προκειμένου να καταγραφούμε στο Record Guiness έχω συμπεριλάβει:
1) Λέξεις με συνθετικό το -πούστης, ακόμη κι αν μπορεί να σημαίνει έναν στρέιτ με «πούστικη» συμπεριφορά.
2) Και μη σλανγκ λέξεις που σημαίνουν τον ομοφυλόφιλο από όλες τις εποχές του ελληνισμού, αρχαία, ρωμαίικη, τουρκοκρατία κτλ.
3) Όλο το φάσμα από τον ύποπτο και μετρό (που δεν είναι εγνωσμένος πούστης) ως και την εγχειρισμένη τρανσέξουαλ.
4) Ο,τιδήποτε έχει υποπέσει στην αντίληψή μου ως λημματογραφημένο στο slang.gr, ακόμη κι αν αποτελεί ακραία τεχνητή λεξιπλασία που δεν είναι ομιλουμένη σλανγκ.
5) Ξένες λέξεις για το πούστη, που έχουν μπει στην σλανγκ μας, και που τις κατανοούμε αμέσως.
Δεν έχω συμπεριλάβει τις γυναίκες λεσβίες.
Το αποτέλεσμα είναι 465 (!) μέχρι στιγμής λέξεις, στις οποίες είμαι σίγουρος ότι θα βρείτε να προσθέσετε πολλές ακόμη.
Περιττεύει.
Got a better definition? Add it!
Παραξηγιάρης είναι ο τύπος που αρπάζεται με το παραμικρό, γιατί παρεξηγεί κάθε αρνητικό ή ειρωνικό σχόλιο προς το άτομο του, ακόμα κι αν αυτό είναι καλώς εννοούμενο, κι αυτό γιατί δεν έχει αίσθηση του χούμορ, του αυτοσαρκασμού και της θνητότητάς του.
Αν δεν πρόκειται περί «μπαμπαδισμού», συνήθως ως χαρακτηρισμός απευθύνεται φιλικο-χαϊδευτικά προς κατά-τα-άλλα-ok-άτομα - κι αυτό γιατί αν πρόκειται περί και μαλάκα και παραξηγιάρη αθρώπου έχουμε συγχώνευση των ποινών, κατά την οποία υπερισχύει το μαλάκας ή ίσως ακριβέστερα το μαλακοπίτουρας.
Από το μαγκο-σλανγκ «παραξήγησις».
- Άντε ρε μαλάκα που είμαι εγώ μουνόδουλος....
- Άντε ρε βλάκα παραξηγιάρη, πλάκα κάνουμε.... το Σοφάκι που το άφησες, γιά' δεν ήρθε;
- Έχει περίοδ... ραγαμήςςς....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
σούπω / σουπώ / σουπωγώ: Ο τρόπος εκφοράς, η ένταση, ο τονισμός και τα συμφραζόμενα δίνουν διάφορες ερμηνείες.
Σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένα πλησίασμα του καλούντος προς τον «υποψήφιο» ακροατή του.
- Σούπω ρε..
- Σουπώ εγώ..
Δες και παράλειψη των να και θα
Got a better definition? Add it!
Μαμαδίστικη (θειΐστικη, γιαγιαδίστικη) έκφραση όταν αυτές μιλάνε προς κάποιο μωρό ή μικρό παιδί και θέλουν να υποδείξουν τα βυζιά. Παρομοίως: νινί, βαβά, λιλί, και λοιπές σαχλαμάρες, λες και το μωρό δεν πρέπει να μάθει να τα λέει με το όνομά τους. Εντούτοις ο ποπός και τα κακά και το πιπί, μας έμειναν και στην ενήλικη ζωή.
Μαμά μαμά, ο Κώστας έπιασε τα μεμέ της θείας Τούλας! Τον είδα!
Got a better definition? Add it!
Όπως το βρωμαντικός. Οι κυρίες της εποχής διαβάζανε ρομάντσα, αλλά η Ελλάδα ήταν (είναι) μες στην βρώμα. Σάτιρα της αστικής ελληνικής κοινωνίας.
- Φοβερό βρωμάντσο αυτό με τον Γκλέτσο! Με συγκίνησε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το «ρομαντικός» και «βρώμα». Ατάκα Καραγκιόζη από παλιά, αρχές του 20ου αιώνα, τουλάχιστον. Ήταν ιδανικό ο ρομαντισμός, στην αστική κοινωνία της Αθήνας, αλλά ο Καραγκιόζης ήταν η πικρή καθημερινότητα.
Καραγκιόζης: Έλα να κάτσουμε εδώ, δίπλα στην παράγκα, είναι πολύ βρωμαντικά!
Got a better definition? Add it!
Published
Ευχή στην αρχή της ημέρας, για μια μέρα που προβλέπεται/ ή ευχόμαστε να είναι καυλερή.
Επίσης: Η καυλημέρα φαίνεται απ' το πρωί.
Πω πω τι σηκωμάρες είναι αυτές πρωϊνιάτικα! Η καυλημέρα απ' το πρωί φαίνεται!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι τα θηλυκά lol πια βαριά από τα απλά lol μαζεμένα μαζί. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να εκφράσει την κατάσταση του παθόντα ύστερα από πολύ γέλιο, όπου χαχανίζει ακόμα ανά τακτά διαστήματα.
- Χιιχιχιχιχι... (παύση)... τοοον μαλάκα τι είπε... ΧΑ... (παύση) χχιχιχιιχ... χιχιχιχι (παύση)...
- Ρε μαλάκα. Ο Κώστας πέθανε στο γέλιο πριν και τώρα κάνει λόλες!
Βλ. και lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω
Got a better definition? Add it!
Όταν τα lol δεν αρκούν, έρχονται τα ROFL και όταν γίνουν πολλά και πέφτουν με καταιγιστικούς ρυθμούς που θυμίζουν ελικόπτερο, τότε έχουμε το Roflcopter,
- Ήταν μία κότα. Σηκώνει το ένα πόδι , σηκώνει το άλλο και πέφτει.
- Roflcopter.
Got a better definition? Add it!