Further tags

Οι εναλλακτικές μέθοδοι ψυχοθεραπείας που έχουν να κάνουν με κατασκευή εργόχειρου-κεράκια-ρούχα για μεσήλικες κυρίες (πρώην χίπισσες συνήθως)

- Χάθηκε η Σούζη, τι να κάνει;
- Άσε, το χει ρίξει στο πλεξοτανίλ τελευταία.

Θύμα πλεξοτανίλ (από σφυρίζων, 25/11/13)(από Khan, 23/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλικής έμπνευσης παραλλαγή της λέξης «φραπές». Χρησιμοποιείται σε στιγμές χαλάρωσης, ανεμελιάς, τεμπελιάς και σπαρίλας.

Προφέρεται και φγγγαπού (γαλλική προφορά).

  1. - Τι κάνεις μαν, διαβάζεις για αύριο;
    - Μπα, έχουμε φτιάξει φραπού και το κωλοβαράμε.
    - Κατάλαβα πάλι θα μείνουμε...

  2. Λίωνω, όπως ο Λένον για τη Γιόκο Όνο,
    σαν τα παγάκια στη φραπού που τώρα στρώνω...
    (στίχος των Χατζηφραγκέτα)

(από Khan, 10/04/13)Και η σάμερ βερζιόν (από Khan, 10/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.

Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.

- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του θέματος κόπρ(ο)- και της παραγωγικής κατάληξης -άρω (βλέπε και browsάρω, τσεκάρω, ρετάρω).

Το ρήμα που περιγράφει την περιήγηση στην ζωή δίκην άεργου κυνός.

Συνώνυμα: αράζω, τεμπελιάζω, τεμπελχανιάζω, χαζεύω, μαλακίζομαι.

- Πού 'σαι, ρε μαν; Θα κάνουμε τίποτες την Παρασκευή το βράδυ;
- Ρε Κώτσο, πότε θα στρώσεις την κωλάθρα σου να διαβάσεις; Πάλι θα κοπράρουμε;
- [...]
- Πάμε κάναν Ερυθρό Λέοντα για καμιά μπυρωίνη;
- Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγαριλίκι.

Έρχεται να συμπληρώσει μια σειρά από λέξεις που συνδυάζουν το γράμμα ζ με ένα γαλλικό ηχόχρωμα (ζάντα, ζαμπόν, ζουζού, ζαπρέ).

Η γαλλική γλώσσα καθώς και ο γαλλικός πολιτισμός κατέχουν μια αμφίσημη θέση στη συνείδηση του λαού μας. Από τη μία η γαλλική εκπαίδευση και κουλτούρα έχουν μια υψηλή αξιολογική θέση στα μάτια της κοινωνίας από την άλλη όμως αποτελούν και ένα μπέρδεμα. Σαν αυτό που πάθαινε ο Γιώργος Κωνσταντίνου όταν προσπαθούσε να περιγράψει το προφιτερόλ στα «Χτυποκάρδια στο θρανίο».

Οι Χατζηφραγκέτα που εισάγουν τη λέξη στο ευρύ κοινό έρχονται να φωτίσουν αυτή τη σχισμή που το ντοκτορά και το ζεζαλιζέ είναι τα δύο ακραία της σημεία.

Διαβάζει η Μαρία συνεχώς Καστοριάδη
αυτή θα κάνει διατριβή κι εγώ βαθιά στον Άδη
μήπως παίζει καμιά ζεζαλιζέ γι' αυτό το βράδυ;

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή οι εμπορικές ονομασίες όμως είναι συνήθως μακρόσυρτες και δυσνόητες και τελειώνουν σε -εξ χρησιμοποιείται ο όρος για να δηλώσει φάρμακο για αποβολή. Εναλλακτικά το χάπι της επόμενης μέρας.

Προς φαρμακοποιό: «Κανα αποβολέξ έχετε;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ειδήμων στα θέματα περί ζύθου, το άτομο το οποίο ξέρει πολύ καλά τι μπύρα πίνει και έχει την ικανότητα να διακρίνει ακόμη και τις πιο λεπτές διαφορές ανάμεσα σε φαινομενικά παρόμοιες μπύρες.

Η λέξη αποτελεί συνδυασμό των λέξεων ''μπύρα'' και ''εμπειρογνώμονας''.

  1. - Καλά, πώς είναι δυνατόν να μας σέρβιραν βαρελίσια και η δικιά σου να 'ναι μια χαρά αλλά η δικιά μου να είναι σκατά; Για δοκίμασε...
    (δοκιμάζει) - Δεν καταλαβαίνω τη διαφορά ρε συ, δεν είμαι και μπυρογνώμονας!

  2. - Ο Τάκης έιναι πραγματικός μπυρογνώμονας, δεν νομίζω πως υπάρχει μπύρα που να μην έχει πιει!
    - Ναι, γι' αυτό ο τύπος είναι συνέχεια φέσι.

Πιάσε το μπυρογνωνόνιο! (από Vrastaman, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά παράφραση της λέξεως «κλεφτοκοτάς» με την ουσιώδη διαφορά ότι ο υποφαινόμενος κλέβει ποτά αντί για κοτόπουλα.

Ρε κλεφτοποτά, άσε κάτω επιτέλους το ποτό μου! Όλο μου το ήπιες πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Απ' το αρχαίο ελληνικό και μετέπειτα αλεξανδρινό «σάπφειρος» > ζαφείρι: Ορυκτός πολύτιμος λίθος, από ανοιχτό γαλάζιο και πράσινο μέχρι σκούρο μπλε, χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων για κοσμήματα κλπ.

Β. Κατά μίαν εκδοχή, ήταν/είναι τα κιτρινο-γαλαζο-πράσινα φλέματα που προκύπτουν απ' τον τσιγαρόβηχα, το κρυολόγημα, τη φθίση, κλπ., που σου στέκονται στο λαιμό και δε μπορείς να τα φτύσεις, ούτε να τα καταπιείς ... μπλιαχ! (πιθανά συνώνυμα: ροχάλα, τάλιρο, λίρα, κλπ.)

Γ. Ήταν / είναι οι καπνίλες, οι στάχτες, τα ρετσίνια, τα λάδια και άλλα κατάλοιπα στο νερό του ναργιλέ (نرجيلة, narguil, narguilé, pipe à eau, pipa de agua, water pipe, water bong) ή της συνώνυμης شيشة «shisha» και, κατ' επέκταση, στο λαρύγγι του χρήστη, μαζί με τη σχετική πικρίλα.

Ίσως να' χεις καπνίσει το εκ Ζωνιανών ορμώμενο χορταράκι, ή άλλα, πιο διαδεδομένα στις Αμερικές και αλλαχού, όπως Acapulco Gold, Panama Red, Jamaican Spliff, Pot , ή την πιο διάσημη Marijuana (στις λατινογενείς γλώσσες, οι διάφορες Μαρίες-Ιωάννες έχουν δανείσει/χαρίσει τ' όνομά τους σε πλείστες όσες ονομασίες: Maria-Juana, Marie-Jeanne, Mary Jane = Μαριχουάνα, Bloody Mary = Βότκα+ντομάτα+ ..., Marie-couche-toi-là = Εύκολη γκόμενα, ανοιχτομπούτα, κρεβατάμπλ, Dame Jeanne = Νταμιτζάνα, κλπ.) που, αρχικά, σήμαινε το φτηνό ταμπάκο. Μέχρι που οι λατινομαθείς τη βαφτίσανε cannabis sativa indica, οι ελληνομαθείς ινδικήν κάνναβιν και οι πιο περπατημένοι, μαστούρηδες, αφιονισμένοι (απ' το αρχαίο ελληνικό «όπιον» μέσω του περσο-τουρκικού afyon) κι ωραίοι σημερινοί σλανγκιστές, ανά τον κόσμο, την είπαν joint, stick (US), pétard, bédo (FRA), porro, cano, mota (ESP), baseado, toco (POR), canna, spinello (ITA), στριφτό, γεμιστό, μαύρη, τσιγαρλίκι, (ΕΛΛ), «الحشيش القنب الهندى» (ΑRΑ, αλ χασίς αλ κάναμπ αλ χίντι = δλδ το «χασισάκι») κλπ.

Αφού το καπνίσεις και «φτιαχτείς», εκτός απ' τη ζαλάδα/θολούρα, σε πιάνει και μια λιγούρα, άλογο πράμα, λιμπίζεσαι κάτι να φας, βρε παιδί μου, οπότε ζητάς να μασουλήσεις καμιά μπουκιά, κάτι να κατευνάσει την πείνα σου, να σου διώξει την πικρίλα απ' το λαρύγγι και να σε φέρει στα ίσα σου, να στανιάρεις, να ξεπήξεις απ' την κατακεφαλιά της τετραϋδροκανναβινόλης (THC). Το περί ου ο λόγος μπινελίκι ήταν το de rigueur (συνηθισμένο/υποχρεωτικό) σοροπιαστό γλυκό που κατανάλωναν το πάλαι ποτέ οι χασικλήδες حشيشي (ελάχιστη σχέση με τους παλιούς τρομοκράτες حشيشين -haschaschin=assassins=δολοφόνους-) μετά που είχαν «κάνει» ή «φουμάρει» ή «πιει» τη τζούρα τους, ώστε να πάνε κάτω τα ζαφείρια και να μην είναι ο στόμας τους τσαρούχι, σα να λέμε, κάτι με μπόλικα σορόπια/πετιμέζια: κανταϊφάκι, μπακλαβαδάκι, φοινίκι/μελομακάρονο, γαλατομπούρεκο, σάμαλι, κτλ., να φύγει η πίκρα. Το λουκούμι συνηθιζόταν αργότερα σαν πιο εύχρηστο, πιο βολικό και πιο φτηνό. Μεταγενέστερο (αλλά ersatz) κατάλοιπο της συνήθειας (που εγώ πρόλαβα) είναι η καραμέλα που πάντα δίνανε παλιά οι καφετζήδες (και κάθε αξιοπρεπής κάπελας/ταβερνιάρης) με το απλό κονιάκι (sic) στους μπεκροκανάτες βαρελόφρονες.

Ανέλιξη του να πάνε κάτω τα ζαφείρια ίσως είναι η πιο γνωστή έκφραση να πάνε κάτω τα φαρμάκια, μεταφορικά, τα ντέρτια κι οι καημοί, χωρίς σχέση με τσιγαρλίκια και τεκέδες. Δείγμα από ένα παμπάλαιο ρεμπέτικο:

[I]Στο απόμερο το ταβερνάκι
Τα πίνω με δυο γεροντάκια
Άιντε ακόμα ένα ποτηράκι
Να πάνε κάτω τα φαρμάκια.[/I]

- -Άσε, μωρ' αδερφέ μου! Με κεράσανε κάτι σέρτικα Λαμίας κι είναι ο καταπιώνας μου γεμάτος ξυλόπροκες ... Πιάσε κάνα μπινελίκι να πάνε κάτω τα ζαφείρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified