Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.

- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.

Εκ του Francis Ford Copprola.

- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση υβριστική, νεοεισηχθήσα από του Κρητομακεδόνα καθηγητού Ζουράρις (πώς λέμε Sotis;) ο οποίος, προφανώς, την ανέσυρε από τα Αρχεία των Μεγάλων Παλαιών που ευρίσκονται σε διασύνδεση με την πανεπιστημιακή του γκλάβα.

Προσδιορίζει τον «βρωμιάρη», τον «κλανιάρη», κ.α. τέτχοια.
Ομόηχο του «πορτολάνος», δηλαδή πλοηγός.
Όνομα διάσημου χρήστη της Φρηκιπέδειας (καθότι το γκουγκλάραμε και λίγο, η αλήθεια είναι).

- Είσαι πορδοκλάνος, πεολήπτης και βρακοχέστωρ!
- Άντε πάρε φόρα κι έλα με την όπισθεν !, ρε μπάρμπα!

Αέρα στα πανιά σου! (από Vrastaman, 06/07/10)(από MXΣ, 06/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.

- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!

(από Vrastaman, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρομερή, βροντερή πορδή με την κατάληξη -κλας, όπως λέμε άντρακλας, και γίνεται υπερπολλαπλάσιο.

- Τι μυρίζει έτσι ρε μεγάλε σαν ψοφίμι, έκλασες;
- Ναι ρε, την αμόλησα.
- Αυτό ρε δεν είναι κλανιά, είναι πόρδακλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις μουνί + κακά. Ο εξαιρετικά δόλιος και κουτοπόνηρος, αυτός που σου κάνει τέτοια ζημιά ώστε δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου.

-Τον μουνίκακα, τον παλιομαλάκα, που να του ψοφήσει όλο το σόι γι΄αυτό που μού ’κανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σεξουαλική πράξη κατά την οποία άνδρας δέχεται στοματικό καθώς βρίσκεται καθισμένος στη λεκάνη για να κάνει την ανάγκη του.
Λέγεται πως αυτό βοηθά τους δυσκοίλιους να ενεργηθούν πιο εύκολα, εξ ού και η ετυμολογία του, την οποία δεν αναλύω πολύ γιατί με αηδιάζει. Τέλος πάντων, κάνετε τη σύνδεση με την ετυμολογία μόνοι σας: πίπα + υπόθετο.

- Ρε Κώστα, πότε ήταν η τελευταία φορά που πήδηξες;
- Την ξέρεις τη Ρουσλάνα που κάνει πιάτσα στη Βενιζέλου;
- Ναι...
- Μου έκανε ένα πιπόθετο προχθές, πιάνει;
- Αηδία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των πισωκολλητό και σοκολάτα.

Αναφέρεται στα υπολείμματα κοπράνων που επικάθονται στο ανδρικό μόριο με το πρωκτικό σεξ, και ομοιάζουν (οπτικά) με σοκολάτα.

- Φίλε άσ' τα. Της τον έδωσα από κώλο, αλλά γέμισα πισωκολάτα και ξενέρωσα!

Πισωκολάτα, μμμ! (από panos1962, 07/11/09)

Βλ. και μεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... Από το «ρουφάω» και «κλάνω» -...ευνόητα τα περαιτέρω.
... Αναφέρεται, τόσο ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ (στους αρεσκόμενους στην συγκεκριμένη πράξη) όσο και -κυρίως- μεταφορικώς με απαξιωτική έννοια...

  1. Ωχ... καημένε, αυτή τη ρουφοκλάνα βρήκες και τη βλέπεις και σα γκόμενα;

  2. Καλά... Τι περιμένεις από αυτόν τον ρουφοκλάνη... Τάξε του θέση, και δεν θα 'χει κανένα πρόβλημα...

Ντέλα Ρουφοκλάνη (από Vrastaman, 24/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική βερσιόν της λέξης ταρζανέλια.

Θα αποτολμήσω και ετυμολογική προσέγγιση, όλη δικιά μου:

Κουρέμπελα από το κουρ(άδα) (το ποιόν) και (κουνια-)μπέλα (κατάσταση). Δηλαδή κουράδες που κρέμονται και κάνουν κούνια-μπέλα!!! Όπως και ο Ταρζάν στο συνώνυμο λήμμα.

Πώς ακούγεται;

«Θα σου κάψω τα κουρέμπελα.»

Τα κουρέμπελα τα έκαιγαν με αναπτήρα, για να μην πληγώνεται το εργαλείο τους (καθότι ξερά και σκληρά στις κολλημένες τρίχες).

«Άσ' τον αυτόν... του τάχουν κάψει τα κουρέμπελα» (π.χ. για τον παπούστη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified