Πούτσος + ψωμί = πουτσόψωμο.
Λαϊκιστί και τρεντουλιστί, η λουκανικόπιτα.
- Να σου βάλω παιδί μου τίποτα να φας;
- Όχι, ρε γιαγιά, έφαγα ένα πουτσόψωμο το πρωί και δεν πεινάω...
Πούτσος + ψωμί = πουτσόψωμο.
Λαϊκιστί και τρεντουλιστί, η λουκανικόπιτα.
- Να σου βάλω παιδί μου τίποτα να φας;
- Όχι, ρε γιαγιά, έφαγα ένα πουτσόψωμο το πρωί και δεν πεινάω...
Got a better definition? Add it!
Το τσαντάκι που φοριέται στη μέση (και προφανώς μπροστά από το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο), γνωστό και ως «μπανάνα».
Κάτσε να βρω το κινητό, κάπου εδώ στη μπροστομούνα το έχω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη έχει πολλές έννοιες. Την λες ας πούμε όταν διαφωνείς με κάτι και λες, ας πούμε, ότι δεν θα γίνει ποτέ (τ' Αγίου Πούτσου), ή όταν θες να περιγράψεις κάτι που είναι χάλια, π.χ. μια κατάσταση, ή κάτι, τέλος πάντων. Σε όλες τις περιπτώσεις η λέξη είναι χυδαία.
Πω ρε με αυτή τη κρίση. Δεν θα καταφέρω να κρατήσω το σπίτι μου με τέτοιο τριπούτς επάγγελμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι κάτι σαν το μουνόκωλο. Μόνο που, αντί για το μουνί και κώλο, αναφέρεται στην ψωλή και τα λαμπούρια.
Μπορείς να το πεις με πολλούς τρόπους, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες για το πέος και για τους όρχεις. Π.χ. ψωλάρχιδο, καυλάρχιδο, τσουτσουνάρχιδο, πουτσάρχιδο, ψωλάμπουρο, καυλάμπουρο, τσουτσουνολάμπουρο κ.α.
- Έι, κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι έγινε χθες το βράδυ.
- Τι;
- Έκανα καυλόχρηστο με το πιο τρελό ψωλάρχιδο που 'χει δει ποτέ κανείς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.
- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!
Got a better definition? Add it!
Πουλόφωνο θεωρείται το αντρικό μόριο εις το στόμα της γυναικός παιζόμενο κατά τέτοιο τρόπο που θυμίζει κάποια μουσικό πνευστού οργάνου της φιλαρμονικής. Ομοίως και για τον τρόπο που κρατάει μια τραγουδιάρα, παρουσιάστρια, δημοσιογράφος κτλ. το μικρόφωνο σφιχτά και κοντά στο στόμα ώστε και πάλι να θυμίζει ότι η εν λόγω κυρία κρατάει ένα πέος / πουλί. Εξ' ου και η λέξη πουλόφωνο = πουλί+μικρόφωνο.
Ξεπήδησε πολύ πιθανόν από την Ελληνική τσόντα «Το μικρόφωνο της Αλίκης» , όπου η Αλίκη (Κατερίνα Σπάθη) στον πρόλογο της ταινίας βλέπουμε να επιδίδεται σε στοματικό σεξ με τον Καρανικόλα ξαπλωμένο να μην του καίγεται καρφί για το σενάριο, ενόσω εκείνη εξιστορεί τις εμπειρίες και τις κάψες της κρατώντας αντί για μικρόφωνο, το σε στύση «πουλόφωνο» του συμπαθεστάτου μουστακαλή Καρανικόλα.
- Τι συγκρότημα ήταν αυτό ρε συ που είχαν καλέσει στο μπαράκι με την έκθεση απόψε; Η άλλη τι όργανο ήταν αυτό που έπαιζε με ηχητικά κύματα; Δεν το 'χω ξαναδεί!
- Έλα μωρέ, κάποιο είδος πουλόφωνου ήταν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γραβάτα, που λόγω του σχήματος και της διεύθυνσής της παραπέμπει σε βέλος που δείχνει το πέος.
-Θα με βοηθήσεις να δέσω τη γραβάτα μου;
-Καλά 30 χρονών μαντράχαλος και δεν ξέρεις να τη δένεις;
-Ε δεν συνηθίζω να φοράω πεοδείκτες και μαλακίες...
Got a better definition? Add it!
Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.
Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.
Got a better definition? Add it!
Φασπούτσι ή φασπούτς θα μπορούσαμε να πούμε το «μία στα όρθια» ή το πολύ γρήγορο πιστόλι που εκπυρσοκροτεί σε χρόνο dt. Η κατάσταση αν και κατά κανόνα είναι χαμηλής ποιότητας, σε πολλές περιπτώσεις καταφέρνει να εκτονώνει πόθους της στιγμής, με πολλή ένταση και μεγάλη ικανοποίηση στους συμμετέχοντες.
Το φασπούτσι. μπορεί να γίνει σε πολλούς χώρους όπως τουαλέτες καταστημάτων, αυτοκίνητο, παραλίες κ.λπ.
Αν δώσουμε στην «φάση» την έννοια που αφορά τις αλλαγές των φάσεων της σελήνης, τότε έχουμε τις αλλαγές των φάσεων της πούτσας ,σε διάφορες καταστάσεις όπως: μετά το πρωινό ξύπνημα, περιβάλλον πουτσόκρυου κ.λπ.
Αν δώσουμε στην «φάση» την έννοια του στιγμιότυπου σε αγώνα, τότε έχουμε την φάση σε γήπεδο με αντίπαλους τους δυο αιωνίους: μουνομάχοι vs μουνόλυσσας.
Εχτές ήπια τόσα ξύδια που δεν καταλάβαινα τίποτα! Μέχρι και φασπούτσι έφαγα. Ούτε το όνομά του δεν ρώτησα!
Σχετικό: ταχυπηδήκουλας
Got a better definition? Add it!
Ένα από τα γνωστά είδη κώλου. Είναι ο κώλος που έχει επηρεαστεί περισσότερο από τη βαρύτητα, αλλά διατηρεί αναλλοίωτες τις καμπύλες του και το φεγγαροειδές σχήμα του σε κάθε κωλομέρι.
Παρατηρείται σε βοσκοτόπια, σε χειμαδιά και σε περιοχές που προωθούν την κτηνοτροφία. Το φαινόμενο του κώλου-βουκώλου έχει παρατηρηθεί και στην Ολλανδία.
Σε πολλούς γνωστός και ως δακρυόσχημος.
(οι καλτσοδέτες είναι απαραίτητο αξεσουάρ!)
-Ωπ! Κοίτα τη βλάχα ρε συ! Πωπω! Τι κώλος είναι αυτός...! Βουκώλος!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified