Further tags

Η λέξη έχει πολλές έννοιες. Την λες ας πούμε όταν διαφωνείς με κάτι και λες, ας πούμε, ότι δεν θα γίνει ποτέ (τ' Αγίου Πούτσου), ή όταν θες να περιγράψεις κάτι που είναι χάλια, π.χ. μια κατάσταση, ή κάτι, τέλος πάντων. Σε όλες τις περιπτώσεις η λέξη είναι χυδαία.

Πω ρε με αυτή τη κρίση. Δεν θα καταφέρω να κρατήσω το σπίτι μου με τέτοιο τριπούτς επάγγελμα.

Jeanne Tripplehorn, έχει καυλώσει περισσότερα από τρία πουτς (από Vrastaman, 02/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως απάντηση στην ρητορική τηλεφωνική ερώτηση «ορίστε», ειδικά όταν έχει προηγηθεί αγωνιώδης προσπάθεια να βρούμε κάποιον στο τηλέφωνο ή όταν το τηλέφωνο απαντηθεί από άλλο άτομο από αυτό που προορίζεται η κλήση. Πρέπει να εκφέρεται κοφτά και με μίσος.

Α- «Ορίστε!»
Β- «Τον κώλο μας μυρίστε!»

Σχετικό: γειώσεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα, το τσιμπούκι, η πεολειχία, ο πεοθηλασμός, το κοντραμασελάτο ανάμεσα σε ομοφυλόφιλους άντρες.

- Θα τονε γαμήσω τον πούστη!
- Ρε περπελέτο σου λέω! Περπελέτο και άγιασμα στα καμπανέλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικός γυναικότυπος βυζουμπάτης πιπινέζας με κορμί που, πολύ απλά, γαμάει. Εκ των τούμπανο και πουτσομεζές.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων διευκρινίζω ότι πρόκειται για ανενδοίαστη λεξιπλασία, και ευχαριστώ τον Κηάν για την έμπνευση (βλ. μικρός τουμπανιστής).

- Δεν έχω λέξη για πιπινέζα με μεγάλο στήθος και τούμπανο σώμα. Πώς θα ονόμαζες αυτόν τον γυναικότυπο;

- Ξερωγώ; Μπάσο τούμπανο; Βυζοτύμπανο; Ταμπουρομούνα; Κοντό μουνί όλο βυζί; Τουμπαμάρω; Τουμπανομεζές;

- Προκρίνεται το τουμπανομεζές με διαφορά, το μεζές περικλείει το χαμηλό ανάστημα, κατά το πουτσομεζές, ενώ το τούμπανο περικλείει και το πληθωρικό στήθος και την εκγύμναση, ωραία θα κοιμηθώ ήσυχος απόψε...

(συζήτηση καμένων σλάνγκων)

Τουκανισμός: Έχει 1.55 ύψος. (από Khan, 05/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρησιμοποίηση του καυλιού, δηλαδή, το σεξ (εκτός φυσικά αν γίνεται λεσβιακά). Οτιδήποτε εμπεριέχει καυλί.

- Καλά, ρε. Η Χριστίνα είναι τέλεια στο καυλόχρηστο. Μάλλον γι' αυτό την λένε όλοι «καυλοχρηστίνα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι σαν το μουνόκωλο. Μόνο που, αντί για το μουνί και κώλο, αναφέρεται στην ψωλή και τα λαμπούρια.

Μπορείς να το πεις με πολλούς τρόπους, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες για το πέος και για τους όρχεις. Π.χ. ψωλάρχιδο, καυλάρχιδο, τσουτσουνάρχιδο, πουτσάρχιδο, ψωλάμπουρο, καυλάμπουρο, τσουτσουνολάμπουρο κ.α.

- Έι, κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι έγινε χθες το βράδυ.
- Τι;
- Έκανα καυλόχρηστο με το πιο τρελό ψωλάρχιδο που 'χει δει ποτέ κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χώρος μεταξύ αιδοίου και πρωκτού, που ανατομικά ονομάζεται περίνεο.

Η βίαιη και επαναλαμβανόμενη πρόσκρουση των όρχεων στην ανωτέρω περιοχή κατά τη διάρκεια της συνουσίας, εξηγεί την προέλευση της λέξης.

- Και πάω που λες να πέσω με τα μούτρα στο νιμού και τι να δω...;;; Μαύρη δίπλα η αρχιδοπαλαίστρα!!! Την παρατάω λοιπόν την γκόμενα και σηκώνομαι και φεύγω!
- Και καλά της έκανες! Άμα είναι βρωμιάρα η άλλη... Άσ' τα να πάνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουλτουριάρης (λέμε τώρα) ομοφυλόφιλος.
Λογοπαίγνιο με το επώνυμο του γνωστού ροκ (λέμε τώρα) έντεχνου μουσικοσυνθέτη Νίκου Πορτοκάλογλου και των λέξεων πρωκτός κατά το επιστημονικότερον και κώλος κατά το νεοελληνικότερον.

Ο Πρωκτοκώλογλου διαφέρει σημαντικά από τον κοινό gay πανελίστα που είναι μέλος στο fun club της Γιουροβίζιον. Ευδοκιμεί σε συναυλίες του Αλκίνοου Ιωαννίδη, ουρλιάζοντας τους στίχους των τραγουδιών, ενίοτε είναι πιο ευαίσθητος από τον κοινό πούστ καθότι γράφει και ποίηση.

- Άσε ρε φίλε τι έπαθα ... πήγα να δω τον Μάλαμα χτες βράδυ και τι έγινε;
- Τί ρε μλκ;
- Όλο το βράδυ ήταν δίπλα μου ένας Πρωκτοκώλογλου και με κοίταζε με νόημα τραγουδώντας!

Πρώτο σύμπτωμα τα ναμεπροσεχάδικα (από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμιέται. Που δέχεται πούτσες.

Και τι σού 'φταιξε ο Αντώνης, ρε καθυστερημένο πουτσόπανο; Τράβα γαμήσου, ρε τραβελόπουστα. Με τις γαμημένες κωλοπαπαριές σου και τα πουτσιλίκια σου, ρε μαλακιστήρι. Ένα γκεϊλίκι είναι η ζωή σου, ρε λούγκρα. Γεμίσαμε πουτσολήπτες. Με εσένα το καλύτερο παράδειγμα. Παρ' τ' αρχίδια μας και ξεκουμπίσου, ρε τριπούτανο. Το μπούλο. Μέγα πουτσολήπτη. Λαμπουρόφατσα.

Βλέπε και τρώω πούτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρθενοξεκωλίδι = η κοπέλα που ενώ δείχνει παρθένα και μαζεμένη, είναι μεγάλο ξέκωλο.

Ποια είναι παρθένα;;; Η Ρίτσα;; Ρε αυτή είναι μεγάλο παρθενοξεκωλίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified