Further tags

Μπουκλόνι, το - (πληθ): μπουκλόνια.

Πεολειχία, στοματικός έρως προσδιδόμενος προς άρρεν (από άρρεν ή θήλυ ή trans ή by ή bye-bye... δεν έχει σημασία).

Συντομογραφία του «τσιμπουκλόνι».
Συγγενής ρίζα με το «μπουκώνω»...

... και με πλακώνει σε κάτι μπουκλόνια το γκομενάκι φίλε... άσε !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται ως τέτοιο, γκομενάκι νεαρής ηλικίας με καλοσχηματισμένα οπίσθια, μικρού μεγέθους και μανιτζέβελα. Ο όρος δίδεται ως υποκοριστικό που εκφράζει με χαριτωμένο τρόπο το νεανικό γυναικείο κορμί.

Φίλε μου, η κοπελιά έχει ένα κωλαρίδι, άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεζές του πέους / πούτσου. Η γκομενίτσα που φοράει πλατφόρμες και ψηλοτάκουνα και πάλι στο 1,60 βρίσκεται. Η πολύ κοντή γκόμενα η οποία ίσως έχει όμορφο πρόσωπο ή αδύνατο σωματάκι αλλά παρόλ' αυτά διατηρεί ψευδαισθήσεις ότι μπορεί να γίνει μοντέλο, να βρει χορηγό κούκλο και δίμετρο μόνο επειδή της είπαν κάποτε ότι είναι γλυκούλα! Όταν είναι μόνη, της βγαίνουν όλα τα κόμπλεξ γιατί πολύ απλά ένα ωραίο προσωπάκι δεν αρκεί για να σε κάνει γκομενάρα στο 1,50. Καταλήγει πουτσομεζές για τους μερακλήδες επιβήτορες.

- Συγγνώμη αλλά μου αρέσουν οι άντρες από 1,90 και πάνω!
- Χαχαχαχα δεν το περίμενα ποτέ από πουτσομεζέ αυτό ειλικρινά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουλόφωνο θεωρείται το αντρικό μόριο εις το στόμα της γυναικός παιζόμενο κατά τέτοιο τρόπο που θυμίζει κάποια μουσικό πνευστού οργάνου της φιλαρμονικής. Ομοίως και για τον τρόπο που κρατάει μια τραγουδιάρα, παρουσιάστρια, δημοσιογράφος κτλ. το μικρόφωνο σφιχτά και κοντά στο στόμα ώστε και πάλι να θυμίζει ότι η εν λόγω κυρία κρατάει ένα πέος / πουλί. Εξ' ου και η λέξη πουλόφωνο = πουλί+μικρόφωνο.

Ξεπήδησε πολύ πιθανόν από την Ελληνική τσόντα «Το μικρόφωνο της Αλίκης» , όπου η Αλίκη (Κατερίνα Σπάθη) στον πρόλογο της ταινίας βλέπουμε να επιδίδεται σε στοματικό σεξ με τον Καρανικόλα ξαπλωμένο να μην του καίγεται καρφί για το σενάριο, ενόσω εκείνη εξιστορεί τις εμπειρίες και τις κάψες της κρατώντας αντί για μικρόφωνο, το σε στύση «πουλόφωνο» του συμπαθεστάτου μουστακαλή Καρανικόλα.

- Τι συγκρότημα ήταν αυτό ρε συ που είχαν καλέσει στο μπαράκι με την έκθεση απόψε; Η άλλη τι όργανο ήταν αυτό που έπαιζε με ηχητικά κύματα; Δεν το 'χω ξαναδεί!
- Έλα μωρέ, κάποιο είδος πουλόφωνου ήταν!

Το μικρόφωνο της Αλίκης (από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψωλή σε πιο τζετ σετ χαρακτηρισμό! Πιθανότατα η μακρόστενη, λεπτόμακρη σαν το στιλέτο ψωλή, που κόβει και προκαλεί μοιραίο τραυματισμό.

Κάθε μέρα ακονίζω το ψωλέτο για να καρφώνει θανατηφόρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων «καλησπέρα» και «σπέρμα». Προσφωνείται από αμφότερα και τα δύο φύλα:

  • Όταν κάθε καυλωμένος καλησπερ(μ)ίζει την κοπελιά του ή κάποια άγνωστη η οποία τον έχει ανάψει,
  • Στα προκαταρκτικά του σεχ την ώρα που ο λούτσος βγαίνει απ' το σλιπάκι και χαιρετάει το γατάκι.
  1. (χτυπάει κουδούνι) - Έρχομαι μωρό μου....
    - (ανοίγει την πόρτα) Ήρθα να δούμε DVD, όπως μου είπες.
    - Καλησπέρμα! Μμμμ...ντύθηκες όπως πρέπει βλέπω.

  2. - Τι είναι αυτό που έχει φουσκώσει στο σλιπάκι σου βρε παλιόπαιδο;
    - Για έλα να δεις. Κάποιος θέλει να σου πει κάτι.
    - Για να δω......ΩΩΩ!
    - Καλησπέρμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξανθόλα (η), σύνθετη λέξη από το ξανθιά (ξανθ-) και το όλος (ολ-). Σημαίνει η ξανθιά παρτόλα. Διάκριση ως προς το φυσικό του χρώματος του μαλλιού δεν τίθεται, καθώς όταν κάποιος συνευρίσκεται μαζί της είναι το τελευταίο πράγμα που τον νοιάζει. Εφόσον η ειδοποιός διαφορά χαθεί (το ξανθό μαλλί), η κοπελιά χάνει και την ιδιότητά της ως «ξανθόλας« και επιστρέφει ως παρτόλα. Συνήθως αναφερόμαστε με τον όρο αυτό όταν υπάρχει στο πεδίο βολής ένα ξανθό καυλάκι.

- Ρε ο Γιάννης πήγε χτες με τη φίλη της Χρύσας.
- Τι, ξανθιά;
- Ναι ρε.
- Ρε πάει καλά; Αυτή είναι μεγάλη ξανθόλα! Προφυλάξεις πήρε τουλάχιστον;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν κάποιοι άνθρωποι έχουν μια μεγάλη έφεση στις ξεπέτες και τα τεκνά και οφείλουμε να τους το αναγνωρίσουμε όπως την αντίστοιχη έφεση των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών.

Ειδικά αν μας γνωρίσουν και εμάς κανένα γκομενάκι να καβατζωθούμε και εμείς.

- Τον ξέρεις τον Αντρέα από την Πάτρα;
- Ποιον, αυτόν τον πέφτουλα; - Φίλε, βάζει την κάλτσα στο συρτάρι τις περισσότερες φορές. Άνθρωπος των γαμάτων και των τεκνών, ο μινάρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χύνει σε 2 δευτερόλεπτα. Και αν όχι σε δύο, το πολύ σε μισό λεπτό.

Ο Νίκος είναι δευτερολεπτοχύσης. Χύνει σε χρόνο dt!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικό μείγμα σπέρματος και αγγελόσκονης, αστερόσκονης ή, έστω, στρας που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από κουνιστές ως κρέμα ημέρας για να προσδώσει γκλάμουρ και φωτεινότητα στο πρόσωπό τους. Μερικές πολύ πρόστυχες το βάζουνε και στο ψωμί, αντί για βιτάμ.

- Ντικ μωρή τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρο το γαργαρότεκνο τσαρδόφατσα πώς λάμπει η μούρη του!
- Αμ, τι θες χρυσή μου, κι εγώ άμα πλακωνόμουνα τις πουσταλευριές με το μυστρί έτσι θα 'μουνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified