Λαρισαϊκός ιδιωματισμός για τα σκατουλάκια που κρέμονται επίμονα από τις κωλότριχες.
- Γαμώ την παναγία μου, πάλι λέρωσα το σωβρακό μου, αυτά τα μαλακισμένα τα ταρζανίδια φταίνε πάλι.
Λαρισαϊκός ιδιωματισμός για τα σκατουλάκια που κρέμονται επίμονα από τις κωλότριχες.
- Γαμώ την παναγία μου, πάλι λέρωσα το σωβρακό μου, αυτά τα μαλακισμένα τα ταρζανίδια φταίνε πάλι.
Βλ. και ταρζανάκι, ταρζανέλια
Got a better definition? Add it!
Από το χέσιμο + στούκας (τα μαχητικά αεροπλάνα της Βέρμαχτ).
Το φαγητό που προκαλεί γερό και άμεσο χέσιμο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινής μας διατροφής, αποτελεσματικό κατά της δυσκοιλιότητας.
- Αγάπη μου, τι μαγείρεψες σήμερα;
- Χωριάτικο λουκάνικο με αγκινάρες, και μελιτζάνες ιμάμ.
- Όχι ρε πούστη, πάλι χεστούκας θα φάμε; Αφού σου είπα ότι έχω προπόνηση το απόγευμα...
Got a better definition? Add it!
Το κλάσιμο, όχι βέβαια υπό την κλασσική έννοια των εκ του πρωκτού εκπορευομένων βρωμερών αερίων, αλλά αυτό που σημαίνει την πλήρη αδιαφορία για κάτι. Συντάσσεται με το ρήμα έχω, υποδηλώνοντας ότι το υποκείμενο έχει την πλήρη πρωτοβουλία κινήσεων σε σχέση με το κλασμένο αντικείμενο.
- Μ' έχει στο ζαρτ η Σούλα και τα 'χω δει όλα. Τι τηλέφωνα πήρα, τι κάτω απ' το σπίτι της πήγα κι έστησα περίπτερο, τι λουλούδια έστειλα, αυτή εκεί, στο κλάσιμο. Μπας κι έχει γκόμενο δεν ξέρω...
- Όοοοχι. Γιατί το λες αυτό;
Got a better definition? Add it!
(Κατά την αιματοχυσία): Το ξέρασμα.
- Θυμάσαι τότε που ακούγαμε Metallica και Helloween στο παλιό σου σπίτι και είχαμε λιώσει στο ουίσκι;
- Πώς να μην το θυμάμαι ρε μαλάκα, αφού ξέρναγες πάνω στα μάτια της κουζίνας που τα είχες περάσει για τον νεροχύτη!
- Ε αφού ρε παπάρα εσύ είχες πάρει τη χέστρα αγκαλιά πήγα κι εγώ στην κουζίνα, αλλά μπερδεύτηκα...
- Τι εμετοχυσία ήταν αυτή ρε πούστη μου... Αυτά ήταν χρόνια, όχι όπως τώρα που δουλεύουμε σαν μαλάκες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γύρος φτιαγμένος από κρέας γάτας. Σημαίνει κακής ποιότητας γύρος (συνήθως αισθητή στη γεύση), ή σατιρικά για να διακωμωδήσουμε το ποιόν ενός άγνωστου για μας σουβλατζίδικου. Πιο σπάνια χρησιμοποιείται και ο σκυλόγυρος.
- Λοιπόν προτείνω να πάμε για σουβλάκια στο «Γύρω γύρο όλοι»
- Ωχ... τι σερβίρουν εκεί; Γατόγυρο απ' όλα;
- Χθες το βράδυ τι κάνατε αφότου έφυγα;
- Πήγαμε για σουβλάκια σε ένα άθλιο μαγαζί, σκέτος γατόγυρος. Το μισό σουβλάκι το έδωσα σε έναν σκύλο, το μύρισε και έφυγε!
Got a better definition? Add it!
Ενισχυμένο λιαξ με την προσθήκη του αρακατάνγκ, το οποίο, άγνωστο γιατί, φέρνει σε μια γενικότερη αηδία.
- Έκλανα και ρευόμουν μαζί ρε μαλάκα. Πρώτη φορά το κατάφερα αυτό!
- Λιαξ αρακατάνγκ ρε νεάτερνταλ! Τι μάρκα μαλάκας είσαι εσύ;
Got a better definition? Add it!
Κοινώς το κόψιμο, γιατί το σκατό γλείφει το σώβρακο.
- Η κατάστασή του ήταν δεινή, τον πείραξε το σουβλάκι και τον έπιασε γλειφοσωβρακέτο μέσα στο τρένο!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.
- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.
Got a better definition? Add it!
Ο μυξιάρης, που ψάχνει για κοιτάσματα πετρελαίου στα ρινικά του σπήλαια.
- Καλώς το μυξοβοσκό! Βρήκες κάνα κοίτασμα ή θα παγώσουμε πάλι, τόσο ακριβό που είναι το πετρέλαιο;
Got a better definition? Add it!
Το συνεχές κλάσιμο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
- Μαλάκα έκλασες;
- Άσε, αυτό δεν ήταν κλανιά, ήταν πορδοχαρά.
Got a better definition? Add it!