Ο πονηρόπουστας που φέρεται ως πονηρή αλεπού και ως εκ τούτου τον παίρνει πού και πού.
Ο πονηρόπουστας που φέρεται ως πονηρή αλεπού και ως εκ τούτου τον παίρνει πού και πού.
Got a better definition? Add it!
Επίθετο, που προκύπτει από το «πεοφοβία» (ρωτήστε τις/ τους Γιαλόμες τι σημαίνει) και το στερητικό άλφα.
Σλανγκιστί σημαίνει τον αθεόφοβο γκέι που όχι μόνο δεν φοβάται το πέος, αλλά και το αναζητεί- επιζητεί. Δηλαδή είναι ο παραπάνω από κραγμένος, είναι ο αδίστακτος γκέουλας που δεν θα κάνει πίσω μπροστά σε τίποτα!
Μπορεί να χαρακτηρίσει και κοπέλα τελειωμένη, και κυριολεκτικά, εννοώ και γυναίκα.
Ο όρος εισήχθη στην σλανγκικήν από τον Ιησού.
- Τι κάνει ο Σάκης; Ακόμα το κάνει το ωτοστόπ;
- Αν το κάνει λέει! Γύρισε όλην την Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ σε νταλικέρηδες ο απεόφοβος! Ως το Μαρόκο έφτασε!
Got a better definition? Add it!
Επιτρέψτε μου κατ' αρχάς να πω ότι έχω υπάρξει αυτήκοος μάρτυρας της βρισιάς αυτής σε γήπεδο στα τέλη της δεκαετίας του 70, σε αγώνα τοπικού πρωταθλήματος και ενώ βρισκόμουν στην τρυφερή ηλικία των 12.
Είναι βρισιά που ξεστομίστηκε από αγανακτισμένο οπαδό της γηπεδούχου ομάδας προς τον διαιτητή μετά από κατάφωρα λανθασμένη απόφασή του για πέναλτι κατά της γηπεδούχου.
Η εξήγηση της βρισιάς είναι αυτονόητη νομίζω (λεξιπλασία) και σχετίζεται άμεσα με τα ψωλορουφήχτρα και ψωλομπούκανο, με τη διαφορά ότι αφενός αναφέρεται σε άντρα και αφετέρου υπονοεί ικανότητες ρουφήγματος σεξουαλικών οργάνων στον υπερθετικό βαθμό.
— Πέναλτι λέει ο μαλάκας!!!!
— Ρε αρχιδοψωλομπουκωμένε διαιτητή! Πόσα έχεις πάρει ρέ %*&(^&”$”@!
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος που κάνει πάρτι με κάθε ευκαιρία, παρτομανιακός.
Ο τρελός γαμιάς, γαμίκουλας.
-Κάνει πάρτι αύριο ο Μάνος
-Τον βαρέθηκα το Βονα-πάρτη!
Got a better definition? Add it!
Ο βασιλιάς των μπάζων, πατσαβούρων, πατσούρων, μπαζόμπαζων κτλ. Κατά πάσα πιθανότητα ο μπαμπάς της ήταν (είναι) μάγειρας. Η γκόμενα αυτή είναι τόσο σαβούρα, που για να την απαυτώσεις πρέπει να βάλεις σακούλα στο κεφάλι σου, σε περίπτωση που σπάσει η σακούλα στο δικό της...
- Τη Μαρία;;;!! Τι σαβουρογάμης είσαι ρε Νώντα!!! Σύνελθε, είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές; Αυτή η γκόμενα είναι τρελό διπλοσάκουλο!! Ούτε με ξένο πούτσο δεν τη γάμαγα...
Got a better definition? Add it!
Προπονητής των οπισθίων!
Πήρε έναν προπονητή η Έβερτον, Χοσέ Μουνίνιο μάς βγήκε!
Got a better definition? Add it!
Ο όρχις. Επίσης χρησιμοποιείται ως υβριστική έκφραση.
- Σε παρακαλώ, δώσε μου το στυλό.
- Ρε φίλε, λέμε «όχι». Μην μου πρήζεις άλλο τα λαμπούρια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από τις λέξεις μουνί + κακά. Ο εξαιρετικά δόλιος και κουτοπόνηρος, αυτός που σου κάνει τέτοια ζημιά ώστε δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου.
-Τον μουνίκακα, τον παλιομαλάκα, που να του ψοφήσει όλο το σόι γι΄αυτό που μού ’κανε!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.
- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλοαμερικάνικο bitch.
Συνήθως είναι μουνάρα αλλά αν και νομίζει ή το παίζει ότι έχει αρχίδια στην πραγματικότητα είναι αρχίδι (νταξ, ο όρος καταχρηστικώς).
Δίπλα της άντρας σωστός δεν στέκεται πάνω από καμιά εκατοστή λέξεις αλλά η ίδια είναι φλωρομουνοπαγίδα.
Τέτοια συμπεριφορά έχουν συχνά γυναίκες στην εμμηνόπαυση που κατέχουν κάποιο πόστο.
- Ποιο μπιτσόνι ακούγεται σε δυο ορόφους;
- Η καινούργια προϊσταμένη.
- Ο μούνος με τα Πράντα που σε γκάζωσε χθες;
- Έρχεται κι η σειρά σου.
- Τι παίζει με το καινούργιο φρούτο απέναντι;
- Το μπιτσόνι του τραγόπαπα της ενορίας.
- Άλα! επιτυχίες ο παπα-Μπάμπης!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified