Further tags

μπαμπακοίτας, -α (ο, η)

Λέξη ιδιαίτερα δημοφιλής στη νηπιακή - καλοκαιρινή πιάτσα, που όχι μόνο χαρακτηρίζει μια ιδιάζουσα ηχορύπανση, αλλά και τον ίδιο τον ηχορυπαντή.

Παίρνει γένος τόσο αρσενικό, όσο και θηλυκό, ανάλογα αν αυτός ή αυτή που τη προφέρει, είναι αγοράκι ή κοριτσάκι.

Αποτελεί συντόμευση της κραυγής «Μπαμπά, κοίτα!», διαδεδομένη τους καυτούς μονάχα μήνες, σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη των ελληνικών παραλιών.

- Μπαμπααά...!!! Κοίτα, βουτιά!
- Κοιτάω παιδί μου...
- Κοίτα μπαμπά, κάνω βουτιά!
- Κοιτάω, γαμώτο!
- Μπαμπά κοίτα! Μπαμπά κοίτα! Μπαμπακοίτα, μπαμπακοίτα, μπαμπακοίτα....!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός, η μαλακία η κοινή.

Ο όρος παραπέμπει με διάθεση παλιμπαιδισμού στη βρεφική ηλικία, όπου το γνωστό και αθώο βρεφικό παιχνίδι διακτινίζεται αυτούσιο στην εφηβική και ενήλικο διαδεδομένη αυτοϊκανοποιητική δραστηριότητα.

Προς τον μαλάκα που συνεχίζει ακατάπαυστα τις μαλακίες: - Βάρα, μαλάκα, βάρα την πεοκουδουνίστρα.

(από iwn, 28/10/10)(από GATZMAN, 28/10/10)(από GATZMAN, 28/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γνωστότατο λογοπαίγνιο σε περιβάλλοντα όπως στρατώνες, γυμναστήρια (λες και μοναστήρια;) όπου υπάρχουν κοινά ντους.

  2. Μεταξύ ζευγαριών παίρνει προφανέστατα διαφορετική χροιά.

  1. - Άντε να φεύγουνε οι πρωινοί. - Έλα να συντουζιαστούμε ρε μεγάλε. Χίλιοι καλοί χωρούν μα μήτε ένας πούστης.

  2. - Ααχ!! Τι ζέστη!! - Τι λες, να συντουζιαστούμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ονείρωξη.

  2. Η πρόωρη εκσπερμάτωση.

  1. - Είχα ψες μια φλοκοδιαρροή σκέτο Πακιστάν.
    - Κόψε τη νηστεία κι άρχισε τη μαλακία.

  2. - Τι λέει με τη Μαίρη;
    - Φοβάμαι θα με σχολάσει.
    - Πώς κάνεις έτσι ρε μαλάκα για μια φλοκοδιαρροή!
    - Δύο.
    - Μαζεμένες;
    - Ναι.
    - Ξεμάτιασμα δοκίμασες;

(από allivegp, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Η επαναλαμβανόμενη αφόδευση (χέσιμο) λόγω γαστρεντερικών διαταραχών ή/και ιογενών λοιμώξεων.

Αν και η χρήση του συνθετικού γλέντι- παραπέμπει σε ευχάριστη δραστηριότητα, το γλεντοκώλι είναι συνήθως πολύ ενοχλητικό για τον πάσχοντα και μόνο ο κώλος φαίνεται να περνάει καλά.

Φίλε, δεν την παλεύω. Με πείραξε κάτι που έφαγα και τρέχω συνέχεια στον καμπινέ. Μ' έχει πάει γλεντοκώλι, λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη έχει πολλές έννοιες. Την λες ας πούμε όταν διαφωνείς με κάτι και λες, ας πούμε, ότι δεν θα γίνει ποτέ (τ' Αγίου Πούτσου), ή όταν θες να περιγράψεις κάτι που είναι χάλια, π.χ. μια κατάσταση, ή κάτι, τέλος πάντων. Σε όλες τις περιπτώσεις η λέξη είναι χυδαία.

Πω ρε με αυτή τη κρίση. Δεν θα καταφέρω να κρατήσω το σπίτι μου με τέτοιο τριπούτς επάγγελμα.

Jeanne Tripplehorn, έχει καυλώσει περισσότερα από τρία πουτς (από Vrastaman, 02/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως απάντηση στην ρητορική τηλεφωνική ερώτηση «ορίστε», ειδικά όταν έχει προηγηθεί αγωνιώδης προσπάθεια να βρούμε κάποιον στο τηλέφωνο ή όταν το τηλέφωνο απαντηθεί από άλλο άτομο από αυτό που προορίζεται η κλήση. Πρέπει να εκφέρεται κοφτά και με μίσος.

Α- «Ορίστε!»
Β- «Τον κώλο μας μυρίστε!»

Σχετικό: γειώσεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα, το τσιμπούκι, η πεολειχία, ο πεοθηλασμός, το κοντραμασελάτο ανάμεσα σε ομοφυλόφιλους άντρες.

- Θα τονε γαμήσω τον πούστη!
- Ρε περπελέτο σου λέω! Περπελέτο και άγιασμα στα καμπανέλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατά τους αγγλόφωνους «white lie». Το ψέμα που δε θέλει να πληγώσει τον συνάνθρωπο. Το λέμε για να αποφύγουμε μία ενοχλητική γνωριμία, έναν πέφτουλα βρε αδερφέ.

- Πήρα χαμπάρι δύο μάτια να με καρφώνουν. Διψασμένη! Είπαμε να βρεθούμε την άλλη μέρα αλλά της είπα ημιψέματα για να μην μπλέξω με το ψυχοπαθές!
(ανώνυμο θύμα)

(από manitsa, 11/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρησιμοποίηση του καυλιού, δηλαδή, το σεξ (εκτός φυσικά αν γίνεται λεσβιακά). Οτιδήποτε εμπεριέχει καυλί.

- Καλά, ρε. Η Χριστίνα είναι τέλεια στο καυλόχρηστο. Μάλλον γι' αυτό την λένε όλοι «καυλοχρηστίνα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified