Further tags

Ευγενικά, η φράση γάμησέ τα. Από την αγγλική λέξη fuck, την κατάληξη -α και το άρθρο τα. Χρησιμοποιείται συνήθως μετά από αποτυχία ή απογοήτευση.

- Πάλι σε έριξε κάτω απ' τη βάση στο τετράμηνο;
- 7 μου έβαλε ο μακάκας! Φάκα τα φίλε...

Βλ. και γαμάω, γάμησέ τα στην κασέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάνω έρωτα, καταφέρνω να συνουσιαστώ μ' αυτήν που θέλω. (χυδαία)

  2. Την φέρνω πισώπλατα σε φίλο, συνάδελφο, κ.λ.π.

  1. - Χτες το βράδι την πηγα σπίτι μου και της τον φόρμαρα.

  2. - Μας τον φορμάρει συνέχεια στη δουλειά ο Τάδε, όλο κοπάνες κάνει.

Βλ. και φερμάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την εταιρεία Peugeot, αναφέρεται σε διαδρομή με τα (δύο) πόδια.

- Με ποιο αυτοκίνητο θα πάμε;
- Με πεζό δύο. Έχει πολλή κίνηση ρε 'συ.

Πεζώ με καλές ζάντες. (από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κινηματογραφική ταινία, κατά προτίμηση ευρωπαϊκής ή ασιατικής καταγωγής, στην οποία κανείς δεν καταλαβαίνει την υπόθεση αλλά όλοι θαυμάζουν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα για να φαίνονται ψαγμένοι σινεφίλ.

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να υποδηλώσει το αντίστοιχο κινηματογραφικό κίνημα.

Χαρακτηριστικοί πουτοπάει σκηνοθέτες:
Θ.Αγγελόπουλος
Γουονγκ Καρβαι
Ντ. Λιντς
Λουις Μπουνιουέλ
κτλ

-Καλή η ταινία;
-Άσε ρε φίλε με τη γκόμενα που έμπλεξα. Αυτές της αρχιτεκτονικής όλο κατι πουτοπάει κινέζικα βλέπουν. Δεν κατάλαβα Χριστό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.

- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;

- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!

Got a better definition? Add it!

Published

Η οικονομική κατάσταση ασθενούς που επισκέπτεται έναν γιατρό.

Παράφραση του αιματοκρίτη που είναι αιματολογικός δείκτης.

-Θα τον στείλω να χειρουργηθεί σε δημόσιο νοσοκομείο. Δεν κάνει για το ιδιωτικό, έχει χαμηλό χρηματοκρίτη.

Got a better definition? Add it!

Published

Η απρόσμενη χαρά όταν κάποιος σου σερβίρει το αγαπημένο σου κομμάτι από το κοτόπουλο. Στα νεότερα χρόνια χρησιμοποιείται για να εκφράσει την απρόσμενη χαρά γενικότερα, τη στιγμή που η μοίρα κοιτάει κάτω και αποφασίζει να σου φερθεί καλά.

- Βρήκα ένα ξεχασμένο 20ευρω στην τσέπη μου το πρωί.
- Κοτοχαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκηνικό κατά το οποίο λαμβάνει χώρα ένα ατυχές μικροπεριστατικό. Μπορεί να αναφέρεται σε μικροκαβγάδες, λογομαχίες, διαφωνίες. Σε περίπτωση που το σκηνικό έχει μεγαλύτερη ένταση τότε χρησιμοποιούμε την λέξη σοτοτό, προκειμένου να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση.

  1. Έγινε ένα σότο της προάλλες με τη μάνα μου επειδή τα λεφτά που μου έδωσε για το σουπερ μαρκετ τα έπαιξα στοίχημα...

  2. Οι γονείς του Δημήτρη ανακάλυψαν ότι χρωστάει καμιά 15αριά μαθήματα στη σχολή και έγινε τρελό σοτοτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν βαριέμαι υπερβολικά σαν τα σκυλιά.

- Καλά εσύ δεν κάνεις όλη μέρα και τίποτα... κάθεσαι και τεμπελοσκυλάς!

Got a better definition? Add it!

Published

Φόβος ή αρνητική προδιάθεση απέναντι στους emo.

- Η emoφοβία είναι χαρακτηριστικό των γονέων των trendy.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified