Το αυτοκίνητο, σε ιδιωματική διάλεκτο της Ερεσού (Λέσβος). Εκ του «αυτό που τσυλάει» (κυλάει).
Έμπα στο πουτσύλατο να πάμε βόλτα!
Το αυτοκίνητο, σε ιδιωματική διάλεκτο της Ερεσού (Λέσβος). Εκ του «αυτό που τσυλάει» (κυλάει).
Έμπα στο πουτσύλατο να πάμε βόλτα!
Got a better definition? Add it!
Χαμηλοκάβαλο παντελόνι που αποκαλύπτει την κορυφογραμμή του κώλου, κατά το ντεκολτέ.
Βλ. και κερματοδέκτης.
- Ήρθε η άνοιξη και τα πιπίνια βάλαν τα ξεκωλτέ!
Got a better definition? Add it!
Καθαρό συνώνυμο της λέξης «κάρκαδο», «καρκάδι». Χρησιμοποιείται κυρίως για να δώσουμε έμφαση με υποτιμητικό τρόπο στην συνήθεια που έχει κάποιος να σκαλίζει τη μύτη του.
- Ρε συ Μήτσο, τη βλέπεις αυτήν εκεί στη γωνία που σκαλίζει τη μύτη της;
- Πω ρε φίλε, ναι! Κοίτα μια καρκαδομπαρμπαλίγκρα που έβγαλε η μπιχλιάρα!
Got a better definition? Add it!
Τζιτζιλόνι, πολύ καλό, ανακαινισμένο, καθαρισμένο, γενικά σε καλύτερη κατάσταση από πριν.
Στην αρχή αναφερόταν μόνο για αυτοκίνητα αλλά αργότερα επεκτάθηκε η σημασία. Πάντως πρόκειται για λεξιπλασία που προέρχεται από τον Πινινφαρίνα.
- Πού ήσουν ρε;
- Πήγα έπλυνα το αμάξι, έγινε πετιφαρίνα/πετιφαρινάτο.
Καλά, πήγα κομμωτήριο και τα μαλλιά μου έγιναν πετιφαρινάτα.
Got a better definition? Add it!
Τα κιμαδοειδή (γιουβαρλάκια, σουτζουκάκια, μπιφτέκια, κεφτέδες, κλπ) αμφιβόλου προέλευσης που σε στέλνουν τουαλέτα και όχι μόνο.
- Πω ρε μαλάκα. Με αυτές τις κρεατοβομβίδες που μας ταΐζουν στον στρατό, μας πάει κόψιμο κάθε τρεις και πέντε.
Got a better definition? Add it!
Τα μπιφτέκια αρχαϊστί.
- Από τι μαλακία κρέας ρε γαμώτο πάνε και φτιάχνουν τα κρεατοπλακίδια στα χαμπουργκεράδικα;
Got a better definition? Add it!
Φανταστικό ηρεμιστικό φάρμακο, χρησιμοποιούμενο συχνά και προτεινόμενο σε μεγάλες δόσεις.
- Δεν αντέχω άλλο κολλητέ! Παιδιά, γυναίκα, δουλειά, υποχρεώσεις! θα τρελαθώ!
- Αγαπητέ μου, εγώ παίρνω γραψαρχιδίνη των 500mg τρεις φορές τη μέρα και μου περνάνε όλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μια λέξη που ενσωματώνει την ταχύτητα της σφαίρας, όπως και την ταχύτητα και πολυτέλεια της Ferrari. Μια λέξη 2 σε 1 δηλαδή.
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει έκπληξη, θαυμασμό κάποιου για ένα σπιντάτο και πολυτελές μέσο μεταφοράς. Χρησιμοποιείται επίσης για να εκφράσει το δέσιμο κάποιου κάτοχου με ένα τέτοιο αντικείμενο πόθου καθώς και την ανάγκη κάποιου να φαντασιωθεί πως το μέσο μεταφοράς που διαθέτει είναι πολυτελές και σπιντάτο.
- Καλά, η βάρκα που αγόρασα πρόσφατα είναι σκέτο σφαιράρι. Γι' αυτό κι εγώ την έβαψα κόκκινη και την ονόμασα κι έτσι.
Got a better definition? Add it!
Είναι τα γυαλιά μαζί με τα οποία αγοράζεις και το γλαύκωμα, στα καλά μαγαζιά δίνουν και το ακορντεόν.
Πάρε-πάρε έχω πράμα που σαλεύει λέμε, ντόλτσε καμπάνα ντλιν-ντλον με τρία ευρώ και δώρο εισιτήριο για ρετροσπεκτίβα του Ταρκόφσκι. Το τυλίγουμε και στην Εστία άμα λάχει τι το κοιτάς πάρ' το τσάμπα πράμα είναι σε λέω κουμπάρε να σε πω τη μοίρα σου.
- Με γεια το περιπτερέυμπαν ρε Τάσο. Πόσο πήγε;
- 10€ μαζί μ' ένα σακί μπανάνες και δωρεάν νοσηλεία μάστορα!!!
- Καλοτάξιδο!
Got a better definition? Add it!
Λέγεται όταν κάτι είναι πολύ ωραίο. Προέρχεται από το ΜADE IN ENGLAND.
Το κουστουμάκι είναι μέγκλα!
Got a better definition? Add it!