Το πουλάω μούρη στα γαλλικά... Το ποζερίζειν.
-Κοίτα το μαλάκα. Όλο πουλ μουρ είναι, κι αν τον ρωτήσεις δεν ξέρει τίποτα...
Το πουλάω μούρη στα γαλλικά... Το ποζερίζειν.
-Κοίτα το μαλάκα. Όλο πουλ μουρ είναι, κι αν τον ρωτήσεις δεν ξέρει τίποτα...
Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.
Got a better definition? Add it!
Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.
-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το σκεμπές, η ιδεολογία κατά την οποία ο καθένας κοιτάει τον σκεμπέ του, δηλ. πώς να τρώει και να περνάει καλά, αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα.
- Γιώργο, θα έρθεις αύριο στην πορεία; Θα στηρίξεις τον αγώνα μας;
- Αλέκα, είναι ενάντια στην ιδεολογία μου. Είμαι σκεμπεδιστής.
Δες ακόμη: σταρχιδισμός, ωχαδερφισμός.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός ο οποίος προσάπτεται σε πρόσωπο, αντικείμενο ή κατάσταση και δηλώνει ότι κάτι μας βρίσκει παραπάνω από σύμφωνους και πως το επικροτούμε.
Πρόσωπο το οποίο δεν παραλείπει σε οποιαδήποτε περίσταση να κάνει επίδειξη (βλ. πουλάω μούρη) της οικονομικής του ευμάρειας.
β)-Σκέφτομαι να κάνω κατάληψη στο εξοχικό με την Ποπάρα... Λέγαμε να ρθείτε κι εσείς,τί λες;
-Χλιδάντερο!... Φίνα θα περάσουμε!
Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάτι μας ξενερώνει.
- Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...
- Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτό το λέμε όταν κάποιος κάνει άσχετα πράγματα και γενικώς κάνει ό,τι να 'ναι, αρκεί να 'ναι!
Σχετικά: τρία πουλάκια κάθονται, ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., πούτσο κλαίγανε, τον, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, καλά κρασιά.
Αργκοτικοί ισμοί: ανορθογραφισμός, αρχιδισμός, ασιγματισμόσ, ατονισμος, γκρηκλισμός, γουτσισμός, δηθενισμός, ετσιθελισμός, μπαμπαδισμός, μπιζιμποντισμός, ξερολισμός, ξυσαρχιδισμός, οτινανισμός, παπαρολογισμός, πολυτονισμὸς, ρεμαλισμός, σκεμπεδισμός, σλανγκισμός, (εφαρμοσμένος) σπαζαρχιδισμός, σταρχιδισμός, τιραμισουρεαλισμός, τουκανισμός, χουλιγκανισμός, ωχαδερφισμός.
Got a better definition? Add it!
Δε χρειάζονται και πολλές επεξηγήσεις για ετούτη εδώ τη λεξούλα, αναφορικά όμως: το άτομο που στηρίζεται στις οικονομικές χορηγίες της οικογένειάς του πραγματοποιώντας μια χλιδάτη ζωή στα πλαίσια ανεύρεσης εργασίας. Συνήθως έχουν πολλά σπουδαστικά χρόνια στην πλάτη, αλλά η κοινωνία τους κρίνει υπερπλήρεις.
Συζήτηση σε γνωστό καφέ στη Γλυφάδα :
- Πώς πήγε η η συνέντευξη;
- Πάτος! Μου δίναν 700 καθαρά και γω ζητούσα 1100.
- Το Πάσχα λέω να πάω κάνα ταξιδάκι για ξεκούραση, θα πάρει ο πατέρας μου το δώρο.
Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.
Got a better definition? Add it!
Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.
Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!
Got a better definition? Add it!
Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.
Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...
Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...
Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.
- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...
Got a better definition? Add it!