Λογοπαίγνιο με τον «μαρξιστικολενινιστικό» όρο «δικτατορία του προλεταριάτου» για τον οποίο, ξοδέψαμε ώρες ατέλειωτες σε αμφιθέατρα, πηγαδάκια και «ζυμώσεις», με ύφος μεγάλων θεωρητικών, έχοντας φυλλομετρήσει κάποιες κομματικές φυλλάδες, απ' όπου είχαμε αποστηθήσει τα sos: κάποια τσιτάτα των κλασσικών, στα οποία είχε γίνει η σχετική κοπτοραπτική για να βολεύουν στη περίσταση. Εκεί κάπου στο τέλος της δεκαετίας του '80 ή στις αρχές της επόμενης δεκαετίας διάβασα τον όρο αυτό, αλλά δε θυμάμαι πού και από ποιόν.

Πιστεύω όμως ότι περιγράφει ακριβώς αυτά που βιώσαμε τις τελευταίες δεκαετίες: Την κυριαρχία της μικρότητας, της κακογουστιάς, της κακοήθειας σε συνδυασμό με το νεοπλουτισμό, το κιτς και τη γκλαμουριά. Χαρακτηριστικό δείγμα η «δημαρχέσα».

- Είδατε τις φωτογραφίες της «δημαρχέσας»;
- Η δικτατορία του κατιναριάτου σ' όλο της το μεγαλείο.

Φαιοκόκκινο κατυν-αριάτο. (από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπής νεολογισμός ή ζουραρισμός (κατά το κλαυσαυχενίζομαι) που σημαίνει :

κλαψομουνιάζω [δες σχετικό λήμμα].

Φυσικά συνοδεύεται από τα σχετικά παράγωγα όπως:

- κλαυσαιδοιασμός (κλαψομούνιασμα) - κλαυσαιδοιακός (κλαψομούνικος) - κλαυσαιδοιαζόμενος (κλαψομούνης) κλπ.

Συνώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- αιδοιοθρηνώ - αιδοιοθρήνος - αιδοιοθρηνητικός - αιδοιοθρηνών

Αντώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- πεογράφω (γράφω στο πούτσο μου) ή ορχεοθετώ (στ'αρχίδια μου) - πεογραφία ή ορχεοθέτησις - πεογραφικός ή ορχεοθετικός - πεογράφος ή ορχεοθέτης

-Τον παράτησε η γκόμενα και έχει πέσει στα πατώματα. Όλη μέρα Αντώνη Βαρδή, αφοί Κατσιμίχα και λοιπαί κλαυσαιδοιακαί (αιδοιοθρηνητικαί) δυνάμεις.

-Τι κι αν τον παράτησε, αυτός πεογραφία!

-Την ορχεοθέτησε κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο που καίει μαζούτ, σε ένα super pack υπερπροσφοράς 2 σε 1.

Και για όποιον δεν κατάλαβε: η βραδύπω ψαροκασέλα, η αργοκίνητη μπατάλω, η ανήκουσα στον Κώδικα ξανθιά, η ούτε-με-ξένο-πούτσο χαζομούνα, η τα-ζώα-μου-αργά χλαμούτσα.

Λολοπαίγνιο του εν Φραπέ αδελφός GATZMAN από το δουπού.

  1. - Η Φεβρωνία εθεάθη εις το νυφομπάζαρο, σπεύδω μην με προλάβει έτερος ήρωας...
    - Σπεύσε όμως βραδέως Καυλαγόρα, το μπαζούτ δεν αναμένεται να απομακρυνθεί από το πόστο του any time soon...

2.
ΡΕ ΜΟΥΝΟΣΚΥΛΟ ΑΝΤΕ ΓΑΜΑ ΚΑΝΑ ΠΟΥΤΣΟ ΝΑ ΣΤΑΝΙΑΡΕΙΣ! Η ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΒΑΤΙΝΑ! [...] ΕΙΣΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΜΠΑΖΟΥΤ ΡΕ ΓΥΦΤΟ!! ΑΙΩΝΙΑ ΠΕΜΠΤΟΣ ΘΑ ΕΙΣΑΙ!!ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΗ ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που συνδυάζει τον ωφελιμισμό ως ηθική-διανοητική-πρακτική κατάσταση και τον Ελληνισμό ως στάση ζωής.

-Αυτός ο τύπος είναι ωφελληνιστής.
-Δεν του φαίνεται...
Όντως λειτουργεί ωφελληνιστικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο δριμύτρελος σε φόρουμ στο ιντερνέτι, και κάνει μια δυναμική επιστροφή στην παρέα που την έχει κουφάνει με τις παπαρολογίες του, καθότι ξερόλας και προφέσορας:

- Χαιρετώ τους αγαπητούς και φίλτατους συνδαιτυμόνες, σας έλειψα; Λοιπόν...με βάση την ετεροχρονισμένη δομική αντιπαλότητα του λαϊκού προτσές, μπλα, μπλα..

Επέστρεψε δυναμικά, θέλοντας να κατατροπώσει τα πλήθη, επέστρεψε δριμύτρελος.

Δες και δημήτριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέσχη της απάτης. Η 11η πληγή του Φαραώ. Ο Αρμαγεδδών της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα. Το βαθύτερο νόημα της αρπαχτής. Η εκδίκηση της γυφτιάς. Η απόλυτη καταπίεση με προοδευτικό προσωπείο. Η κατάρα των Θεών.

Προέρχεται από τις λέξεις πλαστός + στοκ. Μιλάμε για ολική αστοχία υλικού/παραγγελίας.

Όπως λέει και το τραγούδι:

«παίζω και χιπ παίζω και ρόκ
μεσ' στο σαλόνι το μπαρόκ
την έχω κάτσει απ' το σόκ
γιατί όλο το στόκ ήταν πλαστόκ»

Τα μέλη του αποκαλούνται πλαστόκοι (<πλαστόκος, ο). Καμία σχέση με τον απλό και φερέγγυο στόκο με τον οποίο κάνεις τη δουλειά σου. Ο πλαστόκος θα σε ρίξει σίγουρα. Όταν τον έχουν διορίσει στον ΟΤΕ ή στην ΕΥΠ λέγεται και πλαστοκοριός.

Κάθε ομοιότητα με γνωστά κόμματα είναι απολύτως συμπτωματική. Βέβαια υπάρχουν και άλλες εκδοχές του, όπως θασόκ, μπατσόκ, σκατόκ, κ.α.

«...Το “λασπολόγησε και κυβέρνα” του Πλαστόκ πάει γαμημένα καλά...»

(Από πού αλλού; ...Μαύρη Φατρία)

ένα είναι το πλαστόκ και προφήτης του ο ΓΑΠ (από Marco De Sade, 30/09/10)Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπέρτατο, απόλυτο, ανυπέρβλητο πρήξιμο όρχεων, όταν δηλαδή κάποιο πρηξαρχίδι σού τα κάνει όχι απλώς μπαλόνια ή αερόστατα αλλά Ζέπελιν.

Ξαδελφάκι του γκραν γκρινιόλ, αλλά με πολύ ευρύτερες εφαρμογές.

Λολοπαίγνιο επί του Grand Prix.

- Αμάν πια, τα ίδια και τα ίδια ο Βράστα μας τα 'χει κάνει νταούλια με ανοησίες και στατιστικές για τον πούτσο καβάλα! Του αξίζει το Βραβείο Καυλί σλανγκαρχιδισμού!

- Τι Βραβείο Καυλί και μαλακίες, το Γκράν Πρήξ του αξίζει!

Εεέε πιά! Γκράν πρήξ για ζουζούνι... :-Ρ (από vikar, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.

2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.

[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].

- Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
(αρχαίον απαύγασμα σοφίας)

- Συνταγές για τρολοκομεία!
(εδώ)

- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
(νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από τη σύζευξη των λέξεων λιώμα (σε κατάσταση βαριάς μέθης) και του Λουμίδη, γνωστής εταιρείας παραγωγής καφέ.

Αποδίδεται σε άτομα που κατανάλωσαν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και για τα οποία καθίσταται απαραίτητη η άμεση κατάποση του.

  1. - Τι έγινε ρε χθες πόσο ήπιατε πια;
    - Άστα ρε γύρισα σπίτι λιωμίδης, δεν έβλεπα μπροστά μου πάλι. Ευτυχως μού' φτιαξε η Μαρία φραπέ και συνήλθα.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα Νίκο το' χεις ένα πότο στο στέκι;.
    - Ναι μέσα, άλλα μη γίνουμε λιωμίδηδηδες παλι όμως ε;
    - Ναι ρε μην ανησυχείς, σήμερα λευκό και ποίηση.

  3. - Χθες μού' δωσε ο Αλέξης από το ποτό του και έγινα λιομίδης ρε με δυο γουλιές.
    - Ε ναι ο Αλέξης τον έχει χτίσει το Λουμίδη

Βλ. και λιουμίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified