Further tags

Από τις λέξεις νεολαία και λέρα. Χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους παραστρατημένους νεανίες, οι οποίοι καμαρώνουν μεταξύ τους για την κατάντια και την παρακμή τους (βλ. τσιγάρα, ποτά, ξενύχτια, μπάφους, παρτούζες κτλ.)...

- Πω ρε φίλε, αυτές τις μέρες έχω λιώσει στα ξύδια και στους μπάφους!
- Α ρε νεολέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως επιθετικός προσδιορισμός κυρίως για άντρες που συμπεριφέρονται τρυφερά, ζουζουνίστικα με μεγάλη δόση παλιμπαιδισμού στις σχέσεις τους!!!

- Ο Ξάνθος είναι μεγάλος μανιαμούνιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με εξακριβωμένη την (λάθος) σεξουαλική του ταυτότητα, που ωστόσο δεν τον καταλαβαίνουν οι άλλοι πέρα από τους γνωστούς του.

- Αυτός ο φίλος σου πρέπει νά' χει πάρει πολλές, ε;
- Μπα,είναι αξιόπουστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μυξιάρης, που ψάχνει για κοιτάσματα πετρελαίου στα ρινικά του σπήλαια.

- Καλώς το μυξοβοσκό! Βρήκες κάνα κοίτασμα ή θα παγώσουμε πάλι, τόσο ακριβό που είναι το πετρέλαιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον συνδυασμό χυδαίο και χλιδή.

  1. Bλάχος νεόπλουτος που ζει μέσα σε υπερβολική, κιτσάτη πολυτέλεια.
  2. Πανάκριβο και κιτσάτο αντικείμενο.
  1. - Είδες σπίτι ο κυρ Μπάμπης;! Κέρδισε το Λόττο, κι έβαλε χρυσούς μπιντέδες και πισίνα με συντριβάνια! Άσε, πολύ χλιδαίος ο τύπος!

  2. - Μα τώρα, σοβαρά σκέφτεσαι να δώσεις 3000 ευρώ γι' αυτή την ρόδο-μπορντώ-κοκκινί γούνα με την χρυσή φόδρα! Είναι τόσο χλιδαία, έλεος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που ασχολείται με γυναικείες δουλειές και χαίρεται την γυναικεία παρέα και τις συζητήσεις των κοριτσιών.

- Αφού μιλήσαμε για την αποτρίχωση, με ρώτησε για την πρώτη μου περίοδο, την αγαπημένη μου μάρκα καλλυντικών και την ανθεκτικότητα των καλσόν μου.
- Σοβαρά; Τέτοιος κοριτσοκόπανος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλιθιοηλίθιος.

- Τι βλακόβλακας, Θεέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο σουπερήρωας που η κάθε αγάμητη περιμένει να την πηδήξει.

  2. Ο υπερήρωας επιβήτορας που δεν συνάπτει σταθερές σχέσεις, αλλά εμφανίζεται μόνο μετά από επίκληση. Πηδάει μόνο σποράδην και όχι σε τακτά διαστήματα.

  3. Ο υπερήρωας που σε πηδάει άπαξ και μετά εξαφανίζει κάθε ίχνος του.

>από το αγγλικό fuck + man κατά παράφραση των ονομασιών ηρώων κομιξ (superman, batman, spiderman).

  1. - Πού είναι ένας φάκμαν όταν τον χρειάζεσαι;

  2. - Την έχει φάει η αγαμία. Γιατί δεν τηλεφωνεί στον φάκμαν της να της ρίξει ενα ψιλό;

  3. - Μα ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρε. Εντελώς φάκμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τον άντρα βουτυρόπαιδο, μανιαμούνια, χλεχλέ, που κατά μαγικό τρόπο έχει καταφέρει μια γυναίκα να κάνει όλες τις αντρικές δουλειές για χάρη της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα μάτια αυτής της ερωτοχτυπημένης, ο φερόμενος ως νεραιδοστόλιστος εκσπερματώνει glitter.

- Ποιος θα κουρέψει τα ληγούστρα;
- Σίγουρα όχι ο νεραιδοστόλιστος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι χαμηλής νοημοσύνης, κοινώς χαζός, και το χρησιμοποιούμε σε αυτούς που λένε βλακείες ή περπατάνε στα χαμένα σαν να βρίσκονται σε ύπνωση.

  1. - Δες πώς πάει αυτός ο πίγκας...!

  2. - Πω, τι πίγκας είναι αυτός...!

  3. - Σταμάτα ρε πίγκα, όλο βλακείες λες...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified