Further tags

Το πουρό που το παίζει νέος. Μερικά χρόνια πριν στις ειδήσεις έγιναν πρώτο θέμα τα ρέιβ πάρτυ. Τότε υποτιθέμενη μητέρα παραπονιόταν στην τηλεόραση με γυρισμένη πλάτη και από κάτω οι σουπερατζούδες γράφανε: μάνα ρέιβερ. Σε λίγες μέρες άρχισε να κυκλοφορεί στην καθομιλουμένη ο χαρακτηρισμός πουρέιβερ.

Ο κύριος Γιώργος ο δικηγόρος είναι τελείως πουρέιβερ. Τον έχεις δει πώς βγαίνει τα βράδυα ντυμένος;

(από patsis, 07/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό στυλ τύπου τρέντυ.

Δες πώς πάνε στο σχολείο! Όλα τρεντυφατσουλάκια.

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του ονόματος Κουασιμόδος (ο παραμορφωμένος κωδωνοκρούστης της Παναγίας των Παρισίων του Ουγκώ)

Σημαίνει τον κακάσχημο άνδρα ή γυναίκα που ακολουθεί την τελευταία λέξη της μόδας στο ντύσιμό του / της, με οικτρά όμως συνήθως αποτελέσματα...

- Δες τον κουασιμόδα παλτουδιά! Τσάμπα πάνε τα λεφτά του κακομοίρη με τέτοιο σώμα που έχει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστολόγος γιατρός.

Να πας στον βυζολόγο να κοιταχτείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «επιχειρηματίας» στον χώρο του αγοραίου έρωτα, ο ιδιοκτήτης δηλαδή οίκων ανοχής και/ή στριπτιτζάδικων.

- Είδες ο Τάσος Μπουγάς; Πλανητάρχης!
- Μόνο πλανητάρχης; Εγώ άκουσα ότι είναι και μέγας μπουρδελάρχης! Λένε ότι έχει καμιά δεκαριά μπουρδέλα και στριπτιτζάδικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπέρδεμα, το βραχυκύκλωμα που παθαίνει κάποιος όταν του έρχονται όλα μαζί κι ανάποδα. Σχετικό με το σουμουντρούκουλου.

- Κακομοίρογλου, φτιάξε εκείνο το ριπορτάκι και να το 'χω σε μία ώρα. Α, και πού 'σαι. Το βράδυ έχω βάλει μία συσκεψούλα στις 10:30 με έντεκα παρά για το budget, οπότε τελικά θα χρειαστώ όλους τους πίνακες σήμερα κι όχι στο τέλος του άλλου μήνα όπως είχαμε πει. - Μα...
- Κακομοίρογλου παιδί μου, τι μα και ξε μα; Έχεις 4 ολόκληρες ώρες. Εντάξει, μάλλον όχι 4 γιατί θέλω να πεταχτείς και μέχρι την τράπεζα για τις επιταγές. Τι έχεις πάθει ρε παιδί μου και με κοιτάς σα χάνος; Σκουρδουμπλούκου; Έλα, ξεκόλλα.
- Μα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανδρας μειωμένης αντίληψης και σοβαρότητας, πασών των ηλικιών...
Συναντάται παντού, ενθουσιάζεται με τα πάντα, άλλα ακούει άλλα καταλαβαίνει, δεν προσέχει ποτέ αυτόν πού μιλάει, διακόπτει συνεχώς με άσχετα.....
Γενικώς καί μονίμως, εκτός τόπου, χρόνου, κλίματος, συζήτησης, κατάστασης κλπ.....
Λίγο να μήν είσαι στή μέρα σου, σε αποτέλειωσε! Μακριά όλοι!.....

Νομίζω οτι κάθε παράδειγμα περιττεύει.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στον μάστορα με τον οποίο κλείνεις επιτέλους το πολυπόθητο ραντεβού π.χ. για τα υδραυλικά, αλλά η συνέπεια δεν τον χαρακτηρίζει και σε «κρεμάει».

- Νίκο γιατί δεν ήρθες χθες;
- Άσε είχα ραντεβού με έναν κρεμάστορα ηλεκτρολόγο.

Καμία σχέση με το μέταλ συγκρότημα Cremaster (από protnet, 23/09/10)Καμία σχέση με την τριλογία ταινιών Cremaster του Matthew Barney (από protnet, 23/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτοετής σε στρατιωτική σχολή που τρέχει γύρω-γύρω για τιμωρία.

- Έχει πεθάνει στο τρέξιμο ο ψάρακας.
- Εμ, άμα κάνεις τον μάγκα, μετά κάνεις το πρωτοετόνιο. Θα στρώσει...

(από jesus, 09/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά βάση, ο ζιγκολό. Νεότερος, συνήθως, σε ηλικία άνδρας ο οποίος εξυπηρετεί σε σταθερή βάση τις ερωτικές ανάγκες ώριμης σχετικά κυρίας αντί οικονομικού ή άλλου ανταλλάγματος - λέγεται και επαγγελματίας ή επ' αμοιβή πουτσοδότης.

Καταχρηστικά, και ειρωνικά, ο όρος χαρακτηρίζει και το σπυριάρικο πιτσιρίκι που του έκατσαν το καλοκαίρι δυο σταφιδιασμένες τουρίστριες και έκτοτε το έχει δει και οι πρώτος γαμίκουλας.

Εθελοντής πουτσοδότης, αντιθέτως, λέγεται ο καλός φίλος - πολλές φορές, παιδικός φίλος - στον οποίον μια γυναίκα προστρέχει για έναν πούτσο μια στις τόσες, χωρίς προκαταρκτικά και χωρίς περαιτέρω, όταν η παρατεταμένη αγαμία αρχίζει να την ενοχλεί. Το αντίστοιχο του αγγλικού fuck buddy.

  1. - Καλά ρε, πού τη βρήκε τη Χάρλεϊ ο Κωνσταντίνος; Φιλόλογος είναι ...
    - Καλά, πού ζεις ρε ούφο; Το άτομο έχει κάνει καριέρα πλέον ως επαγγελματίας πουτσοδότης - έχει τώρα την κυρία Χατζημπαρμπούτσαλου, την ταΐζει, την ποτίζει και αυτή τα στάζει κανονικά ...
    - Ναζωραίος ο Κωνσταντίνος ...

  2. - Το Πάσχα πάω Στοκχόλμη Ιντερέιλ - πάω να δω την Ίνγκα και θέλει, λέει, να με γνωρίσει και σε μια φίλη της και προβλέπω φάση χοντρή τριφασική ...
    - Μπράβο, ρε Τζόνι, πουτσοδότη ... διότι και τι θα έκανε ο γυναικείος πληθυσμός της Σκανδιναβίας χωρίς εσένα ...

  3. - Α, η Ειρήνη είναι πολύ ανεξάρτητη κοπέλα. Μένει μόνη της, έχει την ησυχία της, καλή δουλίτσα, δικό της αυτοκίνητο ... έχει και τον προσωπικό της εθελοντή πουτσοδότη ... δεν την βλέπω να θέλει να μπλέκει με σχέσεις και με τέτοια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified