Further tags

Διάσημο Ελληνικό θέατρο του 21ου αιώνα, που διαδραματίζεται σε κρεβατοκάμαρες και σαλόνια με πρωταγωνιστές συζύγους και πεθερικά και είναι γνωστό για τις τρομακτικές, γεμάτες εκπλήξεις και «thriller» παραστάσεις του.

Το τυπικό σενάριο ενός έργου Γκράν Γκρινιόλ αποτελείται από τυχαίο συνδυασμό των παρακάτω προτάσεων:

Με γράφεις εντελώς,
Ξέχασες την επέτειό μας, Αμάν πια με την γαμο-μπάλα σου,
Σήκωνε και κανά καπάκι στην τουαλέτα, Μάζεψε και κανά ρούχο αναίσθητε, Δεν με ακούς που σου μιλάω, κουφός είσαι,
Γιατί θεωρείς ότι πάχυνα, σε βλέπω πως με κοιτάς,
Βγάλε τα παπούτσια σου θα χαλάσεις το παρκέ, Μη ξαπλώσεις μόλις έστρωσα το κρεβάτι γαϊδούρι, Είμαι και εγώ άνθρωπος, Πάλι με τα ρεμάλια τους φίλους σου, Πάλι σε meeting,
Α, θυμήθηκες επιτέλους ότι έχεις και γυναίκα/μάνα/πεθερά, Θα πάθεις χοληστερίνη με τις αηδίες που τρως, Μην βγεις έξω λουσμένος θα κρυώσεις, Δεν ασχολείσαι αρκετά με τα παιδιά σου, Φέρεσαι ψυχρά στην μαμά μου, Μόνο την μάνα σου ακούς, Θα με πεθάνεις, Θα ανέβει η πίεση μου,
Θα ανέβει το ζάχαρό μου, Το κρίμα στο λαιμό σου, Θα πάω σκαστή, Φάε λίγο ακόμα έχεις ρέψει, Πάλι πίνεις, Δεν μου τηλεφωνείς, Πάλι καπνίζεις, Πάλι διαβάζεις εφημερίδα, Πάλι κάνεις κάτι που σε ευχαριστεί, Θα πέσει η φωτιά να σε κάψει, Όλα εδώ πληρώνονται,
Θα την βρεις από τον Θεό, Πάλι παίζεις με το πουλί σου, Πάλι κοιτάς την γειτόνισσα, Πολύ τρέχεις, Θα μας σκοτώσεις, Πάτα και λίγο γκάζι, Χαμήλωσε την τηλεόραση, Σβήσε το ρημάδι, Δες πως με κατάντησες, Σε είδα πως την κοίταζες...

If looks could kill θα μετρούσε τα ραδίκια ανάποδα... (από Vrastaman, 31/07/08)Σκηνή Γκράν Γκρινιόλ (από Vrastaman, 01/08/08)

βλ. και παντόφλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πολύ κοντός και χρησιμοποιείται κυρίως απαξιωτικά για τους άντρες.

- Καλέ, είδες τον κοντοκλώτση που κουβάλησε η Ελένη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που απαντάται κυρίως στις πολυτεχνικές σχολές ανά την Ελλάδα και ειδικότερα σε μερικές που ο αναγνώστης θα καταλάβει αμέσως ποιες είναι μόλις επεξηγηθεί το λήμμα. Αναφέρεται σε γυναίκες τύπου καμπιονάτο χαρακτηρίζοντας την εμφάνισή τους και δημιουργείται από την σύμπτυξη των λέξεων σκατά - όψη. Παρατηρήστε την υποσυνείδητη διπλή έννοια που κατευθείαν προδίδει ότι πρόκειται για slang πολυτεχνείου. Μάλιστα η συχνότητα χρήσης της είναι τόσο μεγάλη που τείνει να ξεπεράσει θρυλικές άλλες λέξεις - φράσεις όπως «μαλάκας» ή «δεν έχω γκόμενα». Συνήθως ακούγεται από φοιτητές που σχολιάζουν τις διερχόμενες φοιτήτριες από κάποιο ύψος.

- Βαρέθηκα με την Στατική Μηχανική Ρευστών Σωματικών Υγρών 2 ρε φίλε, πάμε στο μπαλκόνι της βιβλιοθήκης να κόψουμε κίνηση;
- Τι λες ρε, να πήξουμε στην σκάτοψη; Πάμε καλύτερα από την φιλοσοφική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία ελληνική λέξη, της οποίας τα συνθετικά για να βρεθούν χρειάζεται επιστημονική έρευνα. Η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται για τις πολύ λιγνές -έως και ανορεξικές- γυναίκες.

-Τι τσιτσιφλάγκουρο είναι αυτή η Μαίρη ρε αδερφάκι μου. Νομίζει ότι με το να είναι σαν οδοντογλυφίδα, αρέσει στους άντρες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[ουσ.] Άτομο με τάσεις ακατάσχετης φλυαρίας, διανθισμένης από υπερβολές και ψεύδη με απώτερο σκοπό τον εντυπωσιασμό. Η πρακτική του μπουρου-μπουρου μαλακίες, απ' όπου αντλεί τον χαρακτηρισμό του ο μπουρουντέλης, αποσκοπεί πρωτίστως στο να ρίξει γκόμενα που κινείται συνήθως στα άκρα του ηλικιακού φάσματος (πιπίνι ή πουρό) και στα ακρότατα του φάσματος νοημοσύνης (βούρλο). Διαφέρει από τον αεριτζή ως προς τον τελικό στόχο και από τον φιδέμπορα ως προς την τεχνική η οποία περιλαμβάνει περίτεχνους συνδυασμούς ακατάσχετης μπουρδολογίας και φιδο-κοπλιμέντων.

Εναλλακτικές εκδοχές: μπουρουτέλης, μπούρου (ο)

  1. - Κοίτα ρε τον άχαρο, σε τι γκόμενα πάει να την πέσει...
    - Αυτός ρε είναι μέγας μπουρουντέλης! Να δεις τελικά που θα την ρίξει στο τέλος.

  2. - Την ειχα στο μπούρου όλο το βράδυ, αλλά τελικά με πιστόλιασε
    - Εμ, φιλαράκι, είπαμε είσαι μπουρουντέλης, αλλά αυτή η χτεσινή ήταν διεθνής αγαμήτου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρυφερός εραστής όπως λέγεται στα καλιαρντά, τα (ή καλιαρντή). Αυτός που ως εραστής είναι αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός. Ενδείκνυται δε να κάνει τακτικά εξετάσεις αίματος προκειμένου να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου καθώς η μεγάλη κατάναλωση σιροπιού τον ανάγει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση διαβήτη.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο «Καλιαρντά», λέει για την λέξη:

Βγαίνει από το πιπίλας και γαμούλης (<γαμώ), όπου ο «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

Συνώνυμα του πιπιλογαμούλη:
γατουλογαμούλης, πιλίπης-γατάκης και πιπιλογατούλης.

- Τι κάνατε ρε χθες το βράδυ; βγήκατε τελικά με τους νιόγαμους;
- Άσ' τα..
- Γιατί ρε, δεν περάσατε καλά; τι έγινε;
- Άσ' τα σου λέω... ρε συ τι πιπιλογαμούληδες είναι τούτοι; όλο το βράδυ κουβέντα δεν γύρισαν να μας πουν, μες το μπαλαμούτι και τις γλύκες ήταν, δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, άσε που κόντεψαν να τα βγάλουν και μπροστά μας... κολλήσαμε από τα σορόπια πια!
- Άντε από 'δω ρε μπαγλαμά, μη δεις ερωτευμένο άνθρωπο, αμέσως να ξινίσεις... να 'τανε η ζήλια ψώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ο [ουσ.] Απαξιωτικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται εν γένει στο συμπαθές είδος του αθάνατου ελληνικού μαλάκα. Αποτελεί παρήχηση του ονόματος του γνωστού αρχιτέκτονα Σαντιάγο Καλατράβα, ο οποίος έχει καταγραφεί ως ο πρώτος μαλατράβας της ιστορίας.
Η αυξανόμενη σε συχνότητα χρήση του όρου ξεκινάει λίγο πριν τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, κατά τη διάρκεια των οποίων χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν για να χαρακτηρίσει τους εθελοντές. Η εξακολούθηση της χρήσης του όρου μετά το 2004 αποτελεί λαμπρό παράδειγμα αξιοποίησης της ολυμπιακής κληρονομιάς.

Ολυμπιακή χρήση:
- Ρε συ Μαρίκα, πού είναι οι θέσεις μας;
- Μακάρι να ξέρα, εδώ που μας έστειλε ο μαλατράβας κάθονται κάτι Κινέζοι.

μετα-Ολυμπιακή χρήση:
- Φάε έναν μαλατράβα που θέλει να ρίξει και γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν παλεύεται ή δεν την παλεύει καθόλου. Συνήθως είναι κάποιος ο οποίος δεν έχει γκόμενα, γιατί απλούστατα καμία δεν του κάθεται και κάνει τα πάντα για να μηδενίσει το κοντέρ φτάνοντας ώρες-ώρες στα άκρα.

  1. - Τελικά στης Μαρίας ποιοι θα είμαστε;
    - Λοιπόν, ο Μάκης, ο Τάκης, ο Λάκης, ο Σούλης...
    - Άσ' το καλύτερα, ας μην πάμε, γιατί όλοι οι δενπαλεύουρες πάλι εκεί μαζεύτηκαν...

  2. - Μιλάμε ρε Τάσο είσαι τελείως δενπαλεύουρας! Σου λέω να πας να πάρεις ένα Μάλμπουρο σκληρό και έρχεσαι με το μαλακό... Μα έλεος πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ όμορφη γυναίκα που, αν και χαζή, προσπαθεί να περάσει ως διανοούμενη.

- Ωραίο γκομενάκι η Λίζα...
- Ναι, αλλά όποιον βρει του το παίζει σκεφτόμουνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει βλακείες και είναι στην κοσμάρα του.

- Ρε συ, είδες τον αναπτήρα; Έχω φάει όλο το σπίτι για να τον βρω!
- Ρε μπουρμπουληθρόπουλε, στο τραπέζι είναι! Δεν βλέπεις μπροστά σου ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified