Further tags

Λιμός: μεγάλη πείνα.
Ταγάρι: Το γνωστό κρεμαστό σακούλι που βάζει ο χωριάτης το φαγητό που θα φάει στα χωράφια που δουλεύει ή στα γιδοπρόβατα που φυλάει.

Όλο μαζί σημαίνει τον δήθεν χορτάτο πλούσιο επαρχιώτη.

-Πήγες ρε στα εγκαίνια του μαγαζιού του Τάκη;
-Πήγα, αλλά είχανε πάει όλα τα λιμοτάγαρα νωρίτερα και δεν αφήσανε τίποτα στο μπουφέ...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.

Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που φλερτάρει με την αισθητική των φρικιών, χωρίς να την υιοθετεί πλήρως.

  1. — Πάμε ν' αράξουμε Ναβαρίνου;
    — Τί λέ' ρε; Να κολλήσουμε καμιά υποφρικίαση;

  2. — Τί λέει η καινούργια γκόμενα του Μάκη;
    — Ανώδυνο πίρσινγκ στη μύτη, σχισμένο παντελόνι αγορασμένο απο Ζάρα και μαλλί επιμελώς... Κι' όταν σκάσαμε τον μπάφο την έκανε μ' ελαφρά... Υποφρικιό της χειρίστης μιλάμε.

  3. Μοϊκάνα με ζελέ; Υποφρικιό πήδηξες ρε βλάκα;
    — Λές να την πηδούσα ρε άμα βρόμαγε αβγουλίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκαζάκιας, αυτός που τρέχει πολύ με το αυτοκίνητο ή με τη μηχανή του χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση. Συνήθως το κάνει εκεί που υπάρχει κόσμος, για επίδειξη, με αποτέλεσμα να γίνεται επικίνδυνος για τους υπόλοιπους. Γκαζοφονιάδες θα μπορούσαν να είναι οι κάγκουρες και τα σπατάνια, αλλά αυτοί συνήθως κυκλοφορούν με πολύ αργή ταχύτητα και δυνατά τη μουσική για να τους προσέχουν οι γύρω.

- Πάμε εκδρομή την Κυριακή στην Χαλκίδα. Θα οδηγεί ο Βασίλης. - Τι λες ρε, είσαι τρελός που θα μπω εγώ σε αυτόν τον γκαζοφονιά; Προτιμώ να πάω με το ΚΤΕΛ και να χάσω την ώρα μου περιμένοντας παρά να πάω με τον Βασίλη και να είμαι εκεί σε μισή ώρα και να’ χω κλάσει πατάτες!

"...χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση" (από Galadriel, 01/03/09)

Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλοτίμονος, καυλόγκαζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ετυμολογία προφανής:
Είναι συνδυασμός των λέξεων πανικός και βλαμμένος και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα με
χαμηλό δείκτη νοημοσύνης και αγχώδη συμπεριφορά.

-Ρε συ, τι κάνει το πανικοβλαμμένο; Πήγε για κατούρημα στις γυναικείες τουαλέτες;

(από Khan, 24/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις μουνί + κακά. Ο εξαιρετικά δόλιος και κουτοπόνηρος, αυτός που σου κάνει τέτοια ζημιά ώστε δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου.

-Τον μουνίκακα, τον παλιομαλάκα, που να του ψοφήσει όλο το σόι γι΄αυτό που μού ’κανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο που προσδίδεται στον εκάστοτε κακομοίρη που όλο τον πιάνουν κότσο, τον κοροϊδεύουν ή η μαύρη του η μοίρα του παίζει συνεχώς άσχημα παιχνίδια. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως και στην τηλεοπτική σατιρική σειρά «ΑΜΑΝ», ωστόσο η έμπνευση του είναι παλαιότερη. Εκ του κακομοίρης.

— Το πιστεύεις πως μέσα στην ίδια μέρα τον άφησε η γυναίκα του, έχασε το σκύλο του και τον απέλυσαν από τη δουλειά; — Ρε τον Κακομοίρογλου, ας μην του πω τότε καλύτερα πως έκλεψαν το αμάξι του που μου το είχε δανείσει.

Δες και -ογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλλιτέχνης/τραγουδιστής Μιχάλης Χατζηγιάννης, με την ιδιαίτερα ισχυρή και στενή συνεργασία με τον ΟΤΕ και τις θυγατρικές του.

Χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα τραγούδια του συχνά λανσάρονται πρώτα ως μέρος διαφήμισης προϊόντων ΟΤΕ και αργότερα ως το περιεχόμενο του αντίστοιχου δίσκου/CD.

- Άκουσες το καινούργιο του Οτεγιάννη;
- Όχι ακόμα, με το που μπαίνουν διαφημίσεις το αλλάζω και δεν το 'χω πετύχει...

(από EvoOz, 09/03/09)(από jesus, 02/06/11)

Βλ. και Χατζηγιάννης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «ωραίος» (και κυρίως το «σσσ'ωραίοςςς»), το οποίο υποδηλώνει μια σωστή και τσίλικη πράξη.

-Έδειρα τον Τζώννυ, γιατί την έπεφτε στη Νίτσα την αδερφή μου.
-Ζαγοραίος..!

(από acg, 19/04/08)(από Khan, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified