Further tags

Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.

Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα κοριτσιών που δεν είναι όμορφες. Λέξη που βγαίνει από το παπαράτσι, αλλά καμία σχέση.

Μπακαλιάρος: - Πάμε Traffic;
Στέφος: - Όχι ρε μαλάκα, όλο μαπαράτσι έχει εκεί μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα ποικίλου και εποχικού περιεχομένου.

Μέχρι προ 6 μήνών σήμαινε κουρεύω την κόμη μου τύπου ημί αφανέ, ημί μακριά κατά τα πρότυπα της ευήθους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

Πλεόν χαρακτηρίζει την έχουσα κόμη τύπου κοτσίδας τελευταίας Ρωσίδας στριπτιτζούς, συνοδευόμενη από ατάλαντο γκόμενο με κακή άρθρωση του σίγμα κατά τα πρότυπα της ευθήους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

- Άχου το βρε το Ριτσάκι πως μεγάλωσε, δεν φαντάζεσαι.. Ψήλωσε... Ομόρφυνε... Τάμτεψε...
- Ά το χρυσό μου... Έκανε το μαλλί του σγουρό κοντό;
- Όχι, κυκλοφορεί σα Ρωσίδα και τά 'μπλεξε με τον πέμπτο ξάδερφο του Νίκου Μίχα.

(από acg, 22/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαραντάρα-πενηντάρα, γεροντοκόρη ή ζωντοχήρα, με καλό στυλ και ευκατάστατη.

Τείνει να γυμνάζεται, να μακιγιάρεται, ντύνεται, συμπεριφέρεται νεανικά, ιδιαίτερα επιτυχημένα, ώστε να έχουν μια νεανική λάμψη (μέχρι να τις δεις από κοντά)

Κάτι σαν μιλφ, αλλά έχουν φροντίσει να εξαλείψουν τη «γοητεία του ώριμου».

Βλέπε Betsey Johnson

- Ήμασταν Κηφησιά και πέρασε ένα ξέκωλο κοκκινομάλλικο με τον ώμο έξω, και μαλλί ράστα... κουφαθήκαμε μαλάκα... πάμε πιο κει να κοζάρουμε φάτσα, και όταν πλησίασε και είδαμε πιο καθαρά, τι είδαμε; Πιπινόγρια! 40άρα και...
- Και ξενέρωσες;
- Δε με χαλάει μαλάκα, τέτοιο σώμα ούτε της ηλικίας μας!

H Betsey Johnson ... που λέγαμε ... (από poniroskylo, 11/11/08)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, Γρετζώρα, πουρογκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαινόμενο κατα το οποίο εκτός από τον κώλο (κωλοχωριστρίαση) φαίνεται και η κωλοχωρίστρα του ατόμου για το οποίο μιλάμε. Κατά κανόνα δεν υφίσταται κωλοχωριστρίαση αν δεν υπάρχει εξωκώλιαση, αλλά από προσώπικη πείρα λέω ότι δυστυχώς υπάρχουν και τέτοια φαινόμενα. Μάλιστα μια κοπέλα το έχει καταφέρει και -προς λύπη των υπολοίπων- με μεγάλη επιτυχία.

- Ευσταθία, πάλι έχεις κωλοχωριστρίαση. Έλεος! Θα πέθανουμε από τη θέα!
- Για ήρεμα γιατί θα πώ στη Σακκά να σε πλακώσει στο ξύλο!
- Πες της να μαζέψει και αυτή τον κώλο της μη της βάλω τη γλώσσα στον κώλο!

(από patsis, 13/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα 30+, MILF, εκ του mature.

Η μάνα του Βλάσση είναι τρελό ματσούρι σου λέω!

ΚΙΤΑΡΟ,τρελλό ΜΑΤSURI (από gaidouragathos, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος με μεγάλα αυτιά, ο μπακαυτιάς.

Άσε μακρύ μαλλί να κρύβεις τα αυτιάγγουρά σου.

(από xalikoutis, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του ονόματος της μεγάλης λυρικής τραγουδίστριας Μαρίας Κάλλας, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τραγουδίστριες με ελκυστική ή προκλητική εμφάνιση, ανεξαρτήτως του αν αυτές έχουν φωνή ή όχι.

Σχετικά λήμματα: εκτελώ, από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα, Κακοφωνίξ.

  1. - Μαλάκα τό' χεις δει εκείνο το καινούριο γκομενάκι από τη Βουλγαρία που κάνει τραγούδι στο ωδείο; - Γάμησέ τα, την πέτυχα προχθές και τα είδα όλα μιλάμε... Μαρία Κάβλας η μικρή!

  2. - Ακούστε την κύριε Μοδινέ, δεν έχει καταπληκτική φωνή; Ίδια η Μαρία Κάλλας... - Μαρία Κάλλας δεν νομίζω, μάλλον Μαρία Κάβλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μικρό πέος.

Η Άννα δεν έχει πρόβλημα με τους μικροτσούτσουνους. Βασικά, δεν έχει πρόβλημα με κανέναν...

(από Galadriel, 07/03/09)Οβελίξ ο μικροτσούτσουνος (από allivegp, 30/06/09)Να γιατί αρκούσε ένα φύλλο συκής για να το καλύψει. (από Khan, 06/08/09)(από Khan, 20/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικό επίθετο για γυναίκα. Πιθανόν προέρχεται από τη φράση «στάχτη και μπούρμπερη» συνδυασμένο ηχητικά με την μάρκα ρούχων Burberry.

Αναφέρεται σε γυναίκες που προσπαθούν να ντυθούν επιδεικτικά με μάρκες (ενίοτε και faux), χωρίς το ντύσιμο να συνάδει με τον πολιτισμό τους, την συμπεριφορά τους και συχνότατα την βαριά προφορά τους.

- Για δες τη βλαχομπούρμπερη την Μαρία, σαν την λατέρνα ντύθηκε πάλι και μας μοστράρει τα φιρμάτα...

- Η Καίτη η βλαχομπούρμπερη, πάει στην λαϊκή να ψωνίσει κολοκυθάκια με την καρό καπαρντίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified