Further tags

Περιγράφει το παντελόνι μιας φόρμας ή πυτζάμας, που έχει γίνει εξαιρετικά οικείο προς τον ιδιοκτήτη της, σε βαθμό του να δέχεται επισκέψεις σπίτι του φορώντας την. Είναι ένα άνετο ρούχο για το σπίτι που δεν απασχολεί ποτέ αν λερωθεί ή ξηλωθεί σε κάποιο σημείο: θα συνεχίσει να φοριέται έως ότου πλέον φτάσει να γίνει κουρέλι.

Ουσιαστικά είναι συνένωση των λέξεων φόρμα και ανέμελη.

  1. - Αμάν πια, θα έρθει κόσμος, εσύ ακόμα με τη φέρμελη είσαι;

  2. - Μαρία!!! Ποιός σου είπε να μου πλύνεις τη φέρμελη γαμώτο;

  3. - Καιρός να πετάξεις το κουρέλι, όλος ο κώλος σου είναι έξω. Κοίτα! Σου πήρα καινούρια φέρμελη! (lol)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικά η κωλοτρυπίδα. Προκύπτει προφανώς απ' το κωλόφαρδος.

- Εξάρες ρε μουνί! Γύρισε το γαμημένο.
- Πάλι ρε πούστη μου... μου' χεις σκίσει τα κωλοφάρδουλα με το ζάρι σου σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αγγλική χροιά στη λέξη λούφα που τη συναντάμε στο στρατό και υποδηλώνει το άτομο που τη σκαπουλάρει απο τις αγγαρείες και περνάει χαλαρά.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική χροιά στη λέξη φίδι που υποδηλώνει τον στρατιώτη, συνήθως παλιό, που δεν τον χώνουν, και είναι πάντα αραχτός και όταν οι νέοι πήζουν αυτός λίαζεται έξω όπως τα φίδια το καλοκαίρι.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντάρος (συνήθως νέος) που τον χώνουν διαρκώς για αγγαρείες.

- Έχω καταντήσει αγγαρειομάχος στη μονάδα. Τη μια μαγειρεία, την άλλη τουαλέτες, δεν αντέχω άλλο!

(από Cunning Linguist, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την έκφραση σας είδα, έρχομαι. Είναι ο τύπος στην επαρχία που μπαίνει σε ένα μαγαζί και τους ξέρει όλους. Κάθεται και μιλάει στην πρώτη παρέα που βρίσκει μπροστά του και ταυτόχρονα κάνει νόημα σε άλλες παρές που τον χαιρετάνε ότι τους έχει ήδη δεί και θα πάει να τους μιλήσει. Για κάποιους έχει γίνει κι επώνυμο.

- Ποιος είναι αυτός που μπήκε στο μαγαζί;
- Έλα ρε που δεν ξέρεις τον Νίκο τον Σασείδα;!

Βλ. και τσεκαρέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος, αυτός που σε φτιάχνει.

Μαλάκα, είσαι δεμπαίζογλου!! Με έβγαλες από πολύ δύσκολη θέση!!!!

Βλ. και σωραίος.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ βλάχος, μα και πολύ χωριάτης συνάμα, στη συμπεριφορά, την εμφάνιση, τη γλώσσα ή συνδυσμό τους.

-Έσκασε ένας βλαχωριάτης στην αντιπροσωπία το πρωί και με ρώταγε αν έχω τη M3 «σιμπιζάκι»!
-Και;
-Του είπα να πάει δίπλα στα τυριά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, ο πεοπαίχτης, ο ηλίθιος. Η φράση συναντάται και χρησιμοποείται κατά κόρον στο νησί της Σύρου.

- Ρε ψωλοκόπανε Ντόντο, πάλι έκλασες;

Βλ. και ψωλοβρόντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός του πουλιού (όχι αυτού που πετάει!) και του σαξόφωνου (μουσικό όργανο που πάιζεται με το στόμα). Οπως καταλάβατε για άλλη μια φορά, εννοεί στην νεοελληνική το στοματικό σεξ απο γυναίκα σε άντρα.

-Την ξέρεις την Γεωργία;
-Ναι ρε τα είχαμε πριν 2 χρόνια. -Είναι καλή στο κρεββάτι;
-Απίθανη, ξέρει και πάιζει τρομερό πουλόφωνο!

Βλ. και τρομπόνι, πίπιζα, κλαρίνο.

Got a better definition? Add it!

Published