Further tags

Ο απόλυτος undercover βλάχος (κατά το τραχανοπλαγιάς) με εμφάνιση κυριλέ και σχεδόν εκλεπτυσμένους τρόπους, αλλά συνάμα και γνώστης λάτιν χορών...

Χτες που πήγαμε στο Fuego για ένα ποτό ήταν ένας τραχανοπλαγιέρο που το έπαιζε γαμώ τους χορευτές και γκόμενους... Κι έπεσε πολύ γέλιο λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκλεπτυσμένος και undercover βλάχαρος που προσπαθεί να κρύψει την καταγωγή του αποποιούμενος τις ρίζες του και υιοθετώντας ένα στυλάκι γαμώλα...

- Πήγε να μας την βγει ο δικός σου...
- Κι όχι μόνο αλλά και να μας την πει και από πάνω ο τραχανοπλαγιάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα κοριτσιών που δεν είναι όμορφες. Λέξη που βγαίνει από το παπαράτσι, αλλά καμία σχέση.

Μπακαλιάρος: - Πάμε Traffic;
Στέφος: - Όχι ρε μαλάκα, όλο μαπαράτσι έχει εκεί μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νοοτροπία που ακολουθεί ο άνθρωπος όταν απαξιεί για οτιδήποτε και οποιονδήποτε πέρα από τον ίδιο. Κοινώς, τους γράφει όλους στα αρχίδια του.

- Πόσα μαθήματα χρωστάς ρε;
- Αμύθητα.
- Γιατί έτσι;
- Βλέπεις ενστερνίζομαι τη θεωρία του σταρχιδισμού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν σου βγαίνει η πιστή με κάτι, οπότε αντί για επιτέλους, αναφωνείς επιτρέλους!!!

- Τέλος η εξεταστική; - Επιτρέλους!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα ποικίλου και εποχικού περιεχομένου.

Μέχρι προ 6 μήνών σήμαινε κουρεύω την κόμη μου τύπου ημί αφανέ, ημί μακριά κατά τα πρότυπα της ευήθους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

Πλεόν χαρακτηρίζει την έχουσα κόμη τύπου κοτσίδας τελευταίας Ρωσίδας στριπτιτζούς, συνοδευόμενη από ατάλαντο γκόμενο με κακή άρθρωση του σίγμα κατά τα πρότυπα της ευθήους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

- Άχου το βρε το Ριτσάκι πως μεγάλωσε, δεν φαντάζεσαι.. Ψήλωσε... Ομόρφυνε... Τάμτεψε...
- Ά το χρυσό μου... Έκανε το μαλλί του σγουρό κοντό;
- Όχι, κυκλοφορεί σα Ρωσίδα και τά 'μπλεξε με τον πέμπτο ξάδερφο του Νίκου Μίχα.

(από acg, 22/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι ακούμπησα και έβγαλα εξανθήματα, αλλεργία.

- Τι έχεις στο χέρι;
- Χάιδεψα την γάτα του Κοσμά και δερμοτσουκνίασα.

(Σημ: βέβαια εάν ξέρεις ότι έχεις αλλεργία και την χάιδεψες είσαι δεκαπεντόβλακας).

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος.

- Πώς σου φαίνεται ο νέος συνάδελφος:
- Για πισωκούντη τον κάνω. Λες να είναι «του συλλόγου»;

Βλ. και πισωγλέντης. Αντ. πισωκέντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαραντάρα-πενηντάρα, γεροντοκόρη ή ζωντοχήρα, με καλό στυλ και ευκατάστατη.

Τείνει να γυμνάζεται, να μακιγιάρεται, ντύνεται, συμπεριφέρεται νεανικά, ιδιαίτερα επιτυχημένα, ώστε να έχουν μια νεανική λάμψη (μέχρι να τις δεις από κοντά)

Κάτι σαν μιλφ, αλλά έχουν φροντίσει να εξαλείψουν τη «γοητεία του ώριμου».

Βλέπε Betsey Johnson

- Ήμασταν Κηφησιά και πέρασε ένα ξέκωλο κοκκινομάλλικο με τον ώμο έξω, και μαλλί ράστα... κουφαθήκαμε μαλάκα... πάμε πιο κει να κοζάρουμε φάτσα, και όταν πλησίασε και είδαμε πιο καθαρά, τι είδαμε; Πιπινόγρια! 40άρα και...
- Και ξενέρωσες;
- Δε με χαλάει μαλάκα, τέτοιο σώμα ούτε της ηλικίας μας!

H Betsey Johnson ... που λέγαμε ... (από poniroskylo, 11/11/08)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, Γρετζώρα, πουρογκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το shortcut της λέξης πιπόνι. Σημαίνει βαθιά, ζουμερή και ευχάριστη πίπα. Εννοείται πως κατά την διάρκεια του πόνιου η γκόμενα τα καταπίνει και λέει την γνώμη της για την γεύση τους.

Π:
- Τι έγινε ρε μαλάκα ξηγήθηκε πόνι η Γιώτα#2;
Μ:
- Ναι ρε, εννοείται, τα κατάπιε και μού' πε πως ήταν λίγο ξινά!
Π:
- Τέλεια δηλαδή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified