Further tags

Ο μήνας απόλυσης από τον στρατό.

Πωπω έλεορζζ δηλαδή, λελέμβριο μήνα να φυλάω σκοπιά;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φτωχός ξάδελφος του χλιδάτου. Ο χλιδάμπουρας έχει μεν φράγκα, τα οποία έχει αποκτήσει σχετικά πρόσφατα, αλλά το λαϊκό του παρελθόν είναι προφανές σε αντίθεση με τον χλιδάτο που είναι μια ζωή στη χλίδα.

Η καταληξη -άμπουρας παραπέμπει ακριβώς στη λαϊκή φύση του εν λόγω κυρίου, την οποία ο εκάστοτε περιγραφών κατανοεί πλήρως, αφού είναι και ο ίδιος παιδί του λαού.

Η εν γένει κατάσταση του χλιδάμπουρα ονομάζεται χλιδαμπουριά, αν και ο όρος δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά.

  1. - Ώπα Μερσέντα ο Νώντας. Και γκάμπριο κιόλας!
    - Πολύ χλιδάμπουρας ο δικός σου!

  2. - Χθες είμασταν Γονίδη, τραπέζι-κάλτσα κι ο Νώντας (σ.σ. ο με τη Μερσέντα) έκανε 1500 ευρώπουλα λογαριασμό μόνο απ' τα λουλούδια.
    - Μέσα στη χλιδαμπουριά τον βρίσκω.

Καθ. χλιδάμπουρ, κατά το αρχιδάμπουρ. Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της γνωστής έκφρασης «τα κάνω λαμπόγυαλο». Δεδομένης της έλλειψης ετυμολογικής ερμηνείας της λέξης γιάμπαλα τόσο στα ελληνικά, όσο και στις περισσότερες γλώσσες και διαλέκτους της υφηλίου, εξετάζεται το ενδεχόμενο να προέκυψε τυχαία από άστοχο αναγραμματισμό της λέξης λαμπόγυαλο.

Μπήκε στο μαγαζί χαλαρός αλλά μόλις είδε τη Σούλα με τον Σάκη γυάλισε το μάτι του αδερφάκι μου και τα έκανε γιάμπαλα. Πέντε νοματαίοι και δεν μπορούσαν να τον κάνουν ζάφτι σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αποτελεί τη δεύτερη παράγωγο της αρχικής ο γαμάω, η όποια αρχικώς εξελίχθηκε σε ο μάο γαμάω (σαφές λογοπαίγνιο που αναφέρεται στην δεσπόζουσα θέση του μεγάλου τιμονιέρη στην κομμουνιστική Κίνα) και τελικός σε ο γκραν γαμάω, όπου το πρώτο συνθετικό υποδηλώνει το μέγεθος, τη σπουδαιότητα και το κύρος του γαμόντος.

Ο γκραν γαμάω είναι αυτός που κατέχει (ή νομίζει ότι κατέχει) ιδιαίτερη θέση εντός ενός ομοειδούς συνόλου. Οι παράγοντες που συνηγορούν στον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό σχετίζονται με την οικονομική επιφάνεια, την άσκηση επιρροής, τη σωματική ρώμη και την εν γένει ηγετική θέση του εν λόγω υποκειμένου στο σύνολο.

Τι έγινε δηλαδή; Πήρε το Πορσικό ο Σάκης και την έχει δει γκραν γαμάω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πάρε-δώσε μεταξύ βουλευτών ή μεταξύ βουλευτών και ρουσφετολόγων. Από τα βουλήκαι εμπόριο, παράφραση της λέξης δουλεμπόριο.

- Το βουλεμπόριο παίρνει και δίνει...
- Αν παίρνει, λέει...

Got a better definition? Add it!

Published

Παράφραση του ονόματος της μεγάλης λυρικής τραγουδίστριας Μαρίας Κάλλας, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τραγουδίστριες με ελκυστική ή προκλητική εμφάνιση, ανεξαρτήτως του αν αυτές έχουν φωνή ή όχι.

Σχετικά λήμματα: εκτελώ, από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα, Κακοφωνίξ.

  1. - Μαλάκα τό' χεις δει εκείνο το καινούριο γκομενάκι από τη Βουλγαρία που κάνει τραγούδι στο ωδείο; - Γάμησέ τα, την πέτυχα προχθές και τα είδα όλα μιλάμε... Μαρία Κάβλας η μικρή!

  2. - Ακούστε την κύριε Μοδινέ, δεν έχει καταπληκτική φωνή; Ίδια η Μαρία Κάλλας... - Μαρία Κάλλας δεν νομίζω, μάλλον Μαρία Κάβλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς το κόψιμο, γιατί το σκατό γλείφει το σώβρακο.

- Η κατάστασή του ήταν δεινή, τον πείραξε το σουβλάκι και τον έπιασε γλειφοσωβρακέτο μέσα στο τρένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατενταρισμένη και πιστοποιημένη κατά ISO διαδικασία κατά την οποία το ανδρικό μόριο χρησιμοποιείται από τον κάτοχο για διαφορετική χρήση από τις ήδη δύο καταγεγραμμένες. Συγκεκριμένα το πέος τοποθετείται προσεκτικά μεταξύ των δυο τελευταίων κουμπιών ενός πουκαμίσου, το οποίο με τη σειρά του μπαίνει εντός του σλιπ με σκοπό να φρενάρεται η τάση του πουκαμίσου μετά από το πολύ 1 ώρα να ανεβαίνει και να φουφουλιάζει κατά το κοινώς λεγόμενο, αναιρώντας κατά πολύ την εικόνα κομψότητας που θέλει να εκπέμπει ο ιδιοκτήτης του πέους και του ενδυματολογικού συνόλου.

Απαντάται και στη μορφή πεόφρενο, πουτσόφρενο, μαλαπερδόφρενο, μπαργαλατσόφρενο κ.ο.κ. αν και λόγω της δημοφιλίας της καλιαρντής, η χρήση του ως ψωλόφρενο είναι σαφώς συχνότερη.

Συντάσσεται με το ρήμα βάζω και οχι τραβώ (κατά το «τραβώ χειρόφρενο») για να αποφεύγονται τυχόν ατυχήματα.

- Ατσαλάκωτος ρε παιδί μου ο Νώντας. Πέντε ώρες με το κουστούμι και είναι σαν να το 'βαλε μόλις.
- Έχει βάλει ψωλόφρενο σίγουρα, δεν εξηγείται αλλιώς.

Βλ. και μπαργαλάτσος, μαλαπέρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός, περιπαικτικός χαρακτηρισμός ομοφυλόφιλου ανδρός. Σύνθετη λέξη εκ των χαϊδεύω και κώλος, αναφέρεται στην τάση για χάιδεμα των οπισθίων άλλου ανδρός ή των δικών τους από άλλον. Η χρήση για γυναίκες (ομοφυλόφιλες και μη) είναι λανθασμένη και θα πρέπει να αποφεύγεται.

Συνώνυμα: αδελφή, συκιά, πισωγλέντης, κουνιστή, γυναικωτός, κίναιδος, πούστης, gay και διάφορες παραφράσεις αυτών (αδέλφω, καπετάν-Πισωγλέντης, κουνίστρα κ.λπ.)

- Δεν το 'χα πάρει πρέφα ρε συ ότι ο Γιακουμής τον παίρνει.
- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα! Ο Γιακουμής χαϊδοκώλης;
- Ε άμα σε λέω. Την έπεσε στον Μηνά κανονικά. Γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μικρό πέος.

Η Άννα δεν έχει πρόβλημα με τους μικροτσούτσουνους. Βασικά, δεν έχει πρόβλημα με κανέναν...

(από Galadriel, 07/03/09)Οβελίξ ο μικροτσούτσουνος (από allivegp, 30/06/09)Να γιατί αρκούσε ένα φύλλο συκής για να το καλύψει. (από Khan, 06/08/09)(από Khan, 20/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified