Further tags

Η τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πληθώρα εκφράσεων με ευρεία έννοια.

  1. Χλάτσωσε την τηλεόραση στην πρίζα.
  2. Θα μου χλατσώσεις και μένα λίγο ποτό στο ποτήρι;
  3. Να το χλατσώσω μέσα στον υπολογιστή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαϊκός ιδιωματισμός για τα σκατουλάκια που κρέμονται επίμονα από τις κωλότριχες.

- Γαμώ την παναγία μου, πάλι λέρωσα το σωβρακό μου, αυτά τα μαλακισμένα τα ταρζανίδια φταίνε πάλι.

(από gizaha, 01/12/08)

Βλ. και ταρζανάκι, ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταξύ του συγκριτικού βαθμού και του υπερθετικού, υπάρχει ένας μάλλον άγνωστος βαθμός, ας τον πούμε συγκριτικότερο, ο οποίος είναι ιδιαίτερα χρήσιμος. Στην περίπτωση του επιθέτου καλός η κατάσταση (θεωρητικά) έχει ως εξής:

καλός >>> καλύτερος >>> κάλλιστος (ή άριστος)

Επειδή ο νεοέλληνας δεν μπορεί με τους τρεις αυτούς βαθμούς να κάνει δουλειά, αρέσκεται να χρησιμοποιεί και το «πιο καλύτερος", κατά τα πρότυπα του «πιο καλός» που είναι εναλλακτική μορφή του «καλύτερος». Αλλά μεταξύ μας, το «πιο καλύτερος» κάνει λίγο βλάχικο, λίγο τα ελληνικά δεν είναι και το φόρτε μου ρε αδερφέ... Enter καλυτερότερος: Εύηχο, περιγραφικό, με σωστές αποστάσεις από τους όμορους βαθμούς, μέγκλα, τζαμιροκουάι ρε παιδί μου.

Σημείωση: Προφανώς ο συγκριτικότερος βαθμός δεν ισχύει μόνο για το καλός, -ή, -ό, αλλά για πλείστα όσα επίθετα, διευρύνοντας τα όρια της ελληνικής γλώσσας ακόμα περισσότεροτερο. Παραδείγματα ακολουθούν παρακάτω.

1
- Γαμάτο το ταβερνάκι μωρό μου.
- Στα καλυτερότερα σε φέρνω μανίτσα μου. Παίζει καμία πιπίτσα αργότερα;

2
ΨΗΛΟΣ >>> ψηλοτερότερος
ΜΑΚΡΥΣ >>> μακρυτερότερος
ΚΟΝΤΟΣ >>> κοντυτερότερος
ΜΑΛΑΚΟΣ >>> μαλακοτερότερος
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ >>> βασιλικοτερότερος
ΚΑΚΟΣ >>> χειροτερότερος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρή αδελφούλα που ποτέ δεν είχες και που θα την έβαζες να κάνει όλες τις δουλειές που σε διέταζε η μαμά σου.

- Και ξύπνησα στις 8 το πρωί να πάω λαϊκή με τη μαμά μου. Αν είχα όμως μια αδερδούλα θα πήγαινε εκείνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν περπατώ τραγουδώντας ή όταν τραγουδώ περπατώντας.

  1. - Ο Ανδρέας όταν περπατοτραγουδώ, ντρέπεται και αλλάζει πεζοδρόμιο.

  2. - Σταμάτα να τραγουδοπερπατάς και βιάσου! Θα αργήσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός Ελληνίδας οι οποία είναι ελεεινή όσον αφορά τη συμπεριφορά, το ντύσιμο, το στυλ γενικότερα.

- Η Κατερίνα χθες φορούσε ένα φόρεμα ελεεινό.
- Ναι; Αφού είναι Ελλεεινίδα, τι άλλο θα μπορούσε να βάλει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντομος προβληματισμός. Δηλώνει την απώλεια ικανότητας να επιτευχθεί το ζητούμενο αποτέλεσμα.

(Πιτσαδόρος) - Σας δίνουμε δώρο 1,5 λίτρο Coca Cola.
(Αλβανός) - 1,5 λίτρο; Ε ΠΟΖΕΡΕ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο κινητοποιείται στο άκουσμα της φράσης
«Άντε φέρε μου αυτό...».
Να σημειωθεί ότι το μεσαίο έψιλον προφέρεται ελαφρώς, σαν γιώτα, αποδίδοντας στο λήμμα μια γαλλική εσάνς.

- Χρειάζομαι εκείνες τις βρώμικες κουρελούδες. Άντε φέρε μού τες.
- Α, δεν είναι εδώ ο αντεφέρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τοποθετώ ένα αντικείμενο σε οριακό σημείο, κάπου όπου σίγουρα θα επέλθει η πτώση του.

- Πού είναι το τασάκι;
- Στο τραπεζάκι, δεν το βλέπεις;
- Έτσι που το ακροθέτησες θα σπάσει, φέρε μού το εδώ.
- Δεν είμαι ο αντεφέρ σου. Να σηκωθείς να το πάρεις μόνος σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σπάει καβλί, που δεν παλεύεται.

- Τι σπασικάβλιος που είναι ο Σάκης, γαμώ το στανιό μου ρε πούστη μου...
- Τι έκανε πάλι ο μαλάκας;
- Αφού είδαμε και πάθαμε να τον στείλουμε με γκόμενα σε ένα ξενοδοχείο μπας και γαμήσει επιτέλους, πάνω στο καλό, πέντε η ώρα το πρωί, πετάγεται από το κρεβάτι, ντύνεται και φεύγει να πάει να φάει λέει το πρωινό του, τις πρωτεΐνες του και τα μελάτα αυγά και δεν ξέρω τι άλλο...
- Ε και σένα τι σε κόφτει ρε μεγάλε; Αφού τον ξέρεις τον μαλάκα τον σφίχτερμαν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified