Η τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πληθώρα εκφράσεων με ευρεία έννοια.
- Χλάτσωσε την τηλεόραση στην πρίζα.
- Θα μου χλατσώσεις και μένα λίγο ποτό στο ποτήρι;
- Να το χλατσώσω μέσα στον υπολογιστή;
Η τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πληθώρα εκφράσεων με ευρεία έννοια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λαρισαϊκός ιδιωματισμός για τα σκατουλάκια που κρέμονται επίμονα από τις κωλότριχες.
- Γαμώ την παναγία μου, πάλι λέρωσα το σωβρακό μου, αυτά τα μαλακισμένα τα ταρζανίδια φταίνε πάλι.
Βλ. και ταρζανάκι, ταρζανέλια
Got a better definition? Add it!
Μεταξύ του συγκριτικού βαθμού και του υπερθετικού, υπάρχει ένας μάλλον άγνωστος βαθμός, ας τον πούμε συγκριτικότερο, ο οποίος είναι ιδιαίτερα χρήσιμος. Στην περίπτωση του επιθέτου καλός η κατάσταση (θεωρητικά) έχει ως εξής:
καλός >>> καλύτερος >>> κάλλιστος (ή άριστος)
Επειδή ο νεοέλληνας δεν μπορεί με τους τρεις αυτούς βαθμούς να κάνει δουλειά, αρέσκεται να χρησιμοποιεί και το «πιο καλύτερος", κατά τα πρότυπα του «πιο καλός» που είναι εναλλακτική μορφή του «καλύτερος». Αλλά μεταξύ μας, το «πιο καλύτερος» κάνει λίγο βλάχικο, λίγο τα ελληνικά δεν είναι και το φόρτε μου ρε αδερφέ... Enter καλυτερότερος: Εύηχο, περιγραφικό, με σωστές αποστάσεις από τους όμορους βαθμούς, μέγκλα, τζαμιροκουάι ρε παιδί μου.
Σημείωση: Προφανώς ο συγκριτικότερος βαθμός δεν ισχύει μόνο για το καλός, -ή, -ό, αλλά για πλείστα όσα επίθετα, διευρύνοντας τα όρια της ελληνικής γλώσσας ακόμα περισσότεροτερο. Παραδείγματα ακολουθούν παρακάτω.
1
- Γαμάτο το ταβερνάκι μωρό μου.
- Στα καλυτερότερα σε φέρνω μανίτσα μου. Παίζει καμία πιπίτσα αργότερα;
2
ΨΗΛΟΣ >>> ψηλοτερότερος
ΜΑΚΡΥΣ >>> μακρυτερότερος
ΚΟΝΤΟΣ >>> κοντυτερότερος
ΜΑΛΑΚΟΣ >>> μαλακοτερότερος
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ >>> βασιλικοτερότερος
ΚΑΚΟΣ >>> χειροτερότερος
Got a better definition? Add it!
Η μικρή αδελφούλα που ποτέ δεν είχες και που θα την έβαζες να κάνει όλες τις δουλειές που σε διέταζε η μαμά σου.
- Και ξύπνησα στις 8 το πρωί να πάω λαϊκή με τη μαμά μου. Αν είχα όμως μια αδερδούλα θα πήγαινε εκείνη.
Got a better definition? Add it!
Όταν περπατώ τραγουδώντας ή όταν τραγουδώ περπατώντας.
- Ο Ανδρέας όταν περπατοτραγουδώ, ντρέπεται και αλλάζει πεζοδρόμιο.
- Σταμάτα να τραγουδοπερπατάς και βιάσου! Θα αργήσουμε.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός Ελληνίδας οι οποία είναι ελεεινή όσον αφορά τη συμπεριφορά, το ντύσιμο, το στυλ γενικότερα.
- Η Κατερίνα χθες φορούσε ένα φόρεμα ελεεινό.
- Ναι; Αφού είναι Ελλεεινίδα, τι άλλο θα μπορούσε να βάλει;
Got a better definition? Add it!
Σύντομος προβληματισμός. Δηλώνει την απώλεια ικανότητας να επιτευχθεί το ζητούμενο αποτέλεσμα.
(Πιτσαδόρος) - Σας δίνουμε δώρο 1,5 λίτρο Coca Cola.
(Αλβανός) - 1,5 λίτρο; Ε ΠΟΖΕΡΕ;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άτομο το οποίο κινητοποιείται στο άκουσμα της φράσης
«Άντε φέρε μου αυτό...».
Να σημειωθεί ότι το μεσαίο έψιλον προφέρεται ελαφρώς, σαν γιώτα, αποδίδοντας στο λήμμα μια γαλλική εσάνς.
- Χρειάζομαι εκείνες τις βρώμικες κουρελούδες. Άντε φέρε μού τες.
- Α, δεν είναι εδώ ο αντεφέρ.
Βλ. και άι φέρ', eyefair, άιφερ μάνατζερ, σύρφερ μάνατζερ, φερερές
Got a better definition? Add it!
Όταν τοποθετώ ένα αντικείμενο σε οριακό σημείο, κάπου όπου σίγουρα θα επέλθει η πτώση του.
- Πού είναι το τασάκι;
- Στο τραπεζάκι, δεν το βλέπεις;
- Έτσι που το ακροθέτησες θα σπάσει, φέρε μού το εδώ.
- Δεν είμαι ο αντεφέρ σου. Να σηκωθείς να το πάρεις μόνος σου.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που σπάει καβλί, που δεν παλεύεται.
- Τι σπασικάβλιος που είναι ο Σάκης, γαμώ το στανιό μου ρε πούστη μου...
- Τι έκανε πάλι ο μαλάκας;
- Αφού είδαμε και πάθαμε να τον στείλουμε με γκόμενα σε ένα ξενοδοχείο μπας και γαμήσει επιτέλους, πάνω στο καλό, πέντε η ώρα το πρωί, πετάγεται από το κρεβάτι, ντύνεται και φεύγει να πάει να φάει λέει το πρωινό του, τις πρωτεΐνες του και τα μελάτα αυγά και δεν ξέρω τι άλλο...
- Ε και σένα τι σε κόφτει ρε μεγάλε; Αφού τον ξέρεις τον μαλάκα τον σφίχτερμαν...
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!