Κλάμα, πολύ κλάμα, όπως έκλαιγε η Μάρθα Βούρτση στις ταινίες.
- Συνάδελφε, τηλεφώνησε η τάδε, είπε ότι θα περάσει αύριο, θέλει να ζητήσει αναστολή του πλειστηριασμού της Τετάρτης.
- Ωχ, πάλι Μάρθα Βούρτση θα έχουμε...
Κλάμα, πολύ κλάμα, όπως έκλαιγε η Μάρθα Βούρτση στις ταινίες.
- Συνάδελφε, τηλεφώνησε η τάδε, είπε ότι θα περάσει αύριο, θέλει να ζητήσει αναστολή του πλειστηριασμού της Τετάρτης.
- Ωχ, πάλι Μάρθα Βούρτση θα έχουμε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πολιτικός ή ο συνδικαλιστής που έχει εύκολες τις υποσχέσεις,που θέλει να παραμυθιάζει τους ψηφοφόρους του, που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Με άλλα λόγια αποδεικνύεται θαθάκιας, κατώτερος των περιστάσεων, υποκριτής και ανίκανος. Ο όρος προέρχεται από την ταινία:«Υπάρχει και φιλότιμο» με τον Κωνσταντάρα, όπου ο Κωνσταντάρας υποδυόταν τον υπουργό αγροτικής ανασυγκροτήσεως Ανδρέα Μαυρογιαλούρο, ο οποίος έχοντας εμπιστοσύνη στους αυλοκόλακες του περιβάλλοντός του αγνοούσε τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου και είχε εύκολες τις υποσχέσεις.
- Πλησιάζουν πάλι οι εκλογές.
- Ωχ. Θα μας πρήξουν πάλι τα αρχίδια οι διάφοροι Μαυρογιαλούροι με τα έργα που θα κάνουν, με τα χρυσά κουτάλια που θα μας δώσουν να τρώμε και με τις άλλες παπαριές που θα ακούσουμε.
- Αυτοί τη δουλειά τους και μεις τη δικιά μας
- Δηλαδή;
- Μαύρο δαγκωτό στους Μαυρογιαλούρους. Στο καρφί χωρίς επιστροφή.
Got a better definition? Add it!
Ο καημένος άνθρωπος, ο άνθρωπος για λύπηση.
Δεν τον αντέχω άλλο τον Γιώργο! Αφού χώρισε έχει γίνει σκέτος Βασιλάκης Καΐλας και όλο γκρινιάζει!
Got a better definition? Add it!
Ο προδότης, ο χαφιές.
Αρτέμης Μάτσας σε ταινίες Β' ΠΠ: -Παραδώστε τα όπλα σας, οι Γερμανοί μας αγαπούν, είναι φίλοι μας.
- Μη πεις του Μάτσα οτι ξενοπηδάω γιατί θα με δώσει στη δικιά μου.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την τάση ενός ατόμου να προδίδει. Το καρφί, ο δοσίλογος.
- Του είπα τι έγινε χθες και το μοιράστηκε με όλο τον κόσμο ο Αρτέμης Μάτσας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση για μεθύστακες εμπνευσμένη από τον αθάνατο ελληνικό ήρωα των ταινιών του 50-60.
Κάθε μέρα ο γέρος μου γυρνάει μεθυσμένος. Έχει γίνει Ορέστης Μακρής.
Got a better definition? Add it!
Ο ταλαίπωρος, ο άνθρωπος που τρέχει και δε φτάνει, που το φυσάει και δε λέει να κρυώσει. Πάντα ολοκληρώνει κάτι ακριβώς κατά την εκπνοή της προθεσμίας και πάντα έχει κάτι ακόμα να κάνει.
Ο χαρακτηρισμός προφανώς προκύπτει απ' τον δημοφιλή ηθοποιό Θανάση Βασιλείου Βέγγο, ο οποίος στις περισσότερες ταινίες του πρέπει να θρέψει 17 στόματα, να παντρέψει 12 αδερφές, να κατεβάσει τη γάτα της γειτόνισσας απ' το δέντρο, να τρέξει λίγο γύρω από μια κολόνα προσπαθώντας να βρει το δρόμο του, να ανέβει σε ένα τρακτέρ ανάποδα και να ψάχνει το τιμόνι, να τον κυνηγήσει ο ιδιοκτήτης του σπιτιού του για το νοίκι και να βγει στο δρόμο με σακάκι, λουστρίνι κι από κάτω ριγέ σωβρακοφανέλα χωρίς καλό λόγο.
- Πετάξου μετά τη δουλειά να δεις αν είναι έτοιμα τα ρούχα στο καθαριστήριο. Και πάρε ντομάτες και ψωμί απ' το σούπερ μάρκετ. Και πήγαινε και δίπλα στη ΔΕΗ να πληρώσεις το λογαριασμό. Κι όπως έρχεσαι φέρε και τα παιδιά απ' το σχολείο.
- Αμάν ρε Σούλα, Βέγγος έχω γίνει! Πού να τα προλάβω όλα αυτά; Εσύ τι θα κάνεις δηλαδή;
- ΓΚΡΙΝΙΑ Τι θες να πεις;! Ότι δεν κάνω τίποτα; Ποιος καθαρίζει εδώ μέσα; Ποιος μαγειρεύει; Ποιος... ΓΚΡΙΝΙΑ
- Καλά καλά... πάω. Κι ευχαριστώ ε...
Got a better definition? Add it!