Further tags

Κάτι μεταξύ του αγγλικού «idea»= ιδέα, και του ελληνικού «αηδία», με γκρήκλις προφορά. Λέγεται ειρωνικά για ιδέες πατάτες.

«Αηκία» για το ΙΚΕΑ.

Κόπι-ράιτ: Χανκ.

- Δεν πάμε στο ΙΚΕΑ να φτιάξουμε το σαλονάκι μας;
- Γουάτ εν αηντία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του τίτλου της γαλλικής εφημερίδας «Le Monde Diplomatique», που ανήκει στην «Le Monde», και εννοεί τον moderator, άκα ιστομάστορα, άκα γουεμπμάστορα, που δεν κερνάει αμέσως την μπανάνα, δεν σε πάει αμέσως για μπανάκι, αλλά το πάει διπλωματικά, στο φέρνει έξω έξω κτλ.

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Χαλικούτη.

– Τι θα γίνει με την λημματολάσπη;
– Λημματολάσπη like diamonds is forever!, που λέει κι ο Vrastaman. Ανάθεμα τους mod diplomatiques, που την έχουνε δει «everything goes»!

Baruch Spinoza. Σαν τον "κυβερνήτη" του οι mods diplomatiques του slang.gr. (από Hank, 13/02/09)

Σχετικά: μοντέλο, μόδιστρος, ο, Μ.Ο.Δ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαστρονομικό δίλημμα με ομοιοκαταληξία.
Η σωστή απάντηση είναι: Αφήστε τα σούσι και πιάστε το τσιμπούσι!

- Πάμε για σούσι στο Κολωνάκι ή για τσιμπούσι στα Καλύβια;
- Αφήστε τα σούσι και πιάστε το τσιμπούσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ιταλικής πίτσας (και σπαγγέτι) με ομώνυμο σως. Όχι, δεν πρόκειται για παρεξήγηση και για χάσιμο στην μετάφραση. Η πουτανέσκα ΕΙΝΑΙ η πίτσα της πουτάνας και έλκει την καταγωγή της από τις πουτάνες της Νάπολης.

Η wikipedia δίνει πέντε έξι εικαζόμενα σενάρια για την καταγωγή του όρου, αξίζει να τα διαβάσετε. Τώρα είναι πλέον το συνηθισμένο αστείο όταν κάποιος παραγγέλνει πίτσα. Λ.χ. θεωρούμε ότι είναι η πίτσα που τρώνε οι ξανθές, ή γίνεται αφορμή για πεσίματα και παρεξηγήσεις.

Στη σειρά Safe Sex, ένας πέφτουλας πιτσαράς πάει στο σπίτι της γκόμενας- στόχου και λέει:
-Σας έφερα την πουτανέσκα.
-Πουτανέσκα να πεις την αδερφή σου! (η απάντηση...).

(από Dirty Talking, 06/02/09)(από Vrastaman, 06/02/09)

Σχετικό: το φαγητό της πουτάνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που αντλεί υπεροχή από τα ίδια τα λεγόμενά του χωρίς αυτά να έχουν αντίκρυσμα στις πράξεις του.

- Πάλι άρχισε να απειλεί του πάντες και τα πάντα, ότι θα τους δώσει να καταλάβουν.
- Χα. Συλβέστερ Σταλόγια ο δικός σου

(από Khan, 07/04/14)

Σχετικό λήμμα: τζάμπα μάγκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασκούμαι με τη μέθοδο πιλάτες.

Για όσους δεν ξέρουν —τύποι που δέν συναναστρέφονται θήλεα νέας κοπής για παράδειγμα—, πιλάτες είναι τύπος γυμναστικής πολύ της μοδός τελευταία. Σύμφωνα με την αγγλόγλωσση Βικιπαίδεια, αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα από τον φρίτση Γιόζεφ Χουμπέρτους Πιλάτες (ενμέρει ελληνικής καταγωγής), και εστιάζει στην αναπνοή, τη σπονδυλική στήλη και τους μύες που βοηθούν στην ισορροπία του σώματος.

Το ρήμα πιλατεύω, που σημαίνει παραδοσιακά «ταλαιπωρώ», «παιδεύω», ετυμολογείται μάλλον από τον ίδιο τον Πόντιο Πιλάτο, ενώ ο Κοραής πιθανολογεί και την καταγωγή από το αρχαίο πιλέω, που σημαίνει «θλίβω».

– Τί έχεις βρε Φιφίτσα; Γιατί μου κλαίς;
– Άσε βρε Φωφάκι μου, ο Φίφης μου δέ με θέλει πιά!...
– Μα γιατί βρε γλυκιά μου;
– Γιατι δέν τον ικ- ικανοποιώωωω... μπού χού χού...
– Μα τί 'ν' αυτά που λές βρε χαζό;
– Ναί Φώφη μου, ναί... Μου λέει χθές, οτι δέν του κ- κάνω λέει πιά, γι'- γι' ασκήσεις εδάφ- φους... Δέν είμαι λ- λέει, αρκετά ευ- βλύγιστη... μπού χούου... Έχει άλληηηηη!... Μπού χού χούουουουου... Είμαι σ- σίγουρη, έχ- χει άλληηηη!...
– Έλα βρε κουτό, που έχει άλλη! Μή λές κουταμάρες. Αυτό ειναι όλο, η ευλυγισία; Άκου να δείς. Έχω μιά φίλη μου —την Κίτσα, τη θυμάσαι;— παλιά χορεύτρια, πήγε στην αγγλία τρία χρόνια, έκανε μεταπτυχιακά στη γυμναστική, έγινε σπουδαία!... Τώρα που λές, αυτή άνοιξε γυμναστήριο στο κέντρο και κάνει πιλάτες!... Εκεί πάω κι' εγώ, έλα να πηγαίνουμε παρέα.
– Κ- και τί να μου κάνουν εμένα οι π- πιλάτες;...
– Τί να σου κάνουν;... Ευλυγισία δε θές; Δύο μήνες Φιφή μου, δυό μήνες! Πιλατέψου για δυό μήνες, και θα δεί μετά ο κύριος Φίφης. Που τέτοιο λάστιχο θα γίνεις, που θα σ' έχει πισωκωλομπρούμυτα και θα του χαϊδεύεις τα αφτιά με τις πατούσες... Ξέρεις, εκεί που του σηκώνεται...
– ...
– ...
– Πού ξέρεις εσύ βρε Φώφη πώς του σηκώνεται του Φίφη μου;...

Δες και σπάζομαι. Επίσης χριστιανοσλάνγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο των αγγλοελληνικών εκφράσεων που έχει καταχωρήσει ο Vrastaman, με τη διαφορά ότι χρησιμοποιείται και αυτόνομο σαν έκφραση, και όχι στα πλαίσια χιουμοριστικής ανασκόπησης των ανωτέρω εκφράσεων.

Προέρχεται από το αγγλικό «piece of cake» και χρησιμοποιείται ανάλογα, για να καταδείξει δηλαδή το πόσο γελοία εύκολο είναι ένα εγχείρημα.

- Πώς το βλέπεις, θα τα καταφέρεις να τη ρίξεις τη Θέκλα στο κρεβάτι;
- Εεεε καλά τώρα! Κομμάτι από τούρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To «vivere pericolosamente», δηλαδή το «ζην επικινδύνως» στα ιταλικά, μεταφέρεται έτσι στην ελληνική σλανγκική, για να δηλώσει μια ζωή που πρυτανεύει ο κώλος ως πεδίο αναζήτησης της ηδονής, ή όπου υπάρχει έντονος κίνδυνος να ξεκωλωθούμε.

- Ο Σάκης έχει γυρίσει όλην την Ευρώπη κάνοντας οτοστόπ σε νταλίκες. Μπράβο του! Του αρέσει το vivere pericolosamente!
- To vivere periκωλοsamente θέλεις να πεις! Για τους νταλικέρηδες το κάνει το ωτοστόπ βρεεε! Ξύπνα!

Το "Vivere pericolosamente" του Τζιμάκου! (από Cunning Linguist, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια καθ' ημάς ερμηνεία περί του τι σημαίνει το περίφημο σημείο G, περί του οποίου τόσο μελάνι (και όχι μόνο) έχει χυθεί από αρμόδιους επιστήμονες και ασκητικούς τύπους.

Κάθε γυναίκα, λένε, έχει το δικό της σημείο G(αύλας), και άμα το βρεις την έχεις κάνει λόλα! Κάθε άνδρας επίσης! Πιστεύουμε. Διαφορετικό ο καθένας.

Γι' άλλον το σημείο της G(αύλας) του είναι οι πιπινέζες, γι' άλλον τα Μανάρα, μόνο για το Λίλιαν υπάρχει ομογνωμία ότι είναι το σημείο G των απανταχού Σλάνγκων Δράκων!

Γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Η Λίλιαν είναι το σημείο G μου!

(από Khan, 20/07/13)

Βλ. και γ-καύλα, καύλα η γυναικεία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ban (μόνιμη απαγόρευση εισόδου) που τρώει κάποιος από ένα chatroom, site κλπ. επειδή δε συμμορφώθηκε με τους κανόνες, ή απλά επειδή ο admin δε γουστάρει τη φάτσα του και θέλει να τον πετάξει εκτός.

Επίσης, υπάρχει και το συνώνυμο «μπάνιο» (ή banιο).

– Τι λέει, μπήκες καθόλου τελευταία στο www.superwowtsonta.com?
– Άσε πίκρα... Άφηνα το pc βράδια ολόκληρα να κατεβάζει από κει συνέχεια και τελικά έφαγα μπανάνα... Αυτά παθαίνει όποιος δε διαβάζει πρώτα τους κανόνες.

Φάε τη μπανάνα! (από Cunning Linguist, 23/04/09)Έφαγα μπανάνα! (από panos1962, 19/11/09)

Σχετικά: μπανάκι, μπανιστάν. Βλ. και μπαν-άνα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified