Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.

Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως μουνί καπέλο, μουνί καλλιγραφία, ή σκέτο μουνί, για να εκφράσει την κακή κατάσταση ή εμφάνιση ενός αντικειμένου ή μιας φάσης.

Προκύπτει απ' τον ομώνυμο προπονητή του Παναθηναϊκού. Ο όρος έκανε την εμφάνισή του στο δεύτερο μισό του 2006 κι έκτοτε η χρήση του έχει γνωρίσει ευρεία αποδοχή.

-Έχεις καμιά μπλούζα ν' αλλάξω γιατί έβρεχε όπως βλέπεις κι έγινα μουνιόθ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση συνώνυμη του πάρτε τ' αρχίδια μου που δημιουργείται με σύμπτυξη του «κούνα μου τα».

Προέρχεται από τη γνωστή τηλεφωνική φάρσα του Λέντη.

- Ρε ψηλέ πιάσε μία το τηλεκοντρόλ...
- Τον Κούνα Μούτα τον ξέρεις ρε μαλάκα...;

(από Galadriel, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tον ήπιαμε: Πήραμε τον πούλο καθώς πίναμε φραπέ (μπορεί να συμβεί μόνο σε Έλληνες).

Our secret combination πιπα κώλο εμπλοκή
η γλώσσα μας μεγάλη μα η πούτσα μας μικρή
αντί για την Ευρώπη υποκλιθήκαμε εμείς
στα τέσσερα μας στήσαν, μας ξεσκίσαν εξαρχής

Τον ήπιαμε, μεγάλε! (από panos1962, 28/11/09)

βλ. και τιμημένο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρεμάρα που δεν πάει άλλο και που έχει σαν αποτέλεσμα το πήξιμο, την πηξομουνίαση, όταν δηλαδή έχει πήξει το μουνί μας.

Η έκφραση θέλει να ακούγεται ξενική (πχ όπως ακούγεται το κλάιν μάιν) και ταιριάζει ωραία με το λογοπαίγνιο μουν (μουνί) και moon (φεγγάρι).

Υπάρχει και το πυξλαμούν ή, όπως πρωτολανσαρίστηκε η έκφραση: Πυξ μουν λαξ, λογοπαίγνιο με το γκρουπάκι Πυξ Λαξ. Για όσους πήζουν ακούγοντάς τους, το λογοπαίγνιο είναι ακόμα πιο πετυχημένο.

- Πολύ πηξ μουν λαξ σε βλέπω, τι τρέχει;
- Τίποτα, πήζω.

(από Jonas, 27/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκ του πέρασα ΚΤΕΟ. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται από γυναίκες και από gay. Συγκεκριμένα σημαίνει ότι γαμήθηκε μια χρονική περίοδο.

Λόλα: - Βγήκες τελικά με το παιδί που σου σύστησα;
Λίλη: - Ναι. Και με πέρασε ΠΕΟ μάλιστα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλανώμαι πλάνην οικτράν αλλά μυρίζει κιόλας!

Εαν αυτά τα ΠΑΣΟΚόσκυλα νομίζουν πως σε περίπτωση που βγει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κάτι σαν την ΕΣΑ + του ότι θα κάνουνε ανενόχλητοι τις βρωμοδουλειές που επιθυμούν (προστασίες,προμήθειες κλπ) ή ότι θα πάρουνε μετάθεση εκεί που επιθυμούν και θα κατσικωθούν σε τίποτα γραφεία όπως γινότανε τα χρόνια των δανεικών του Ανδρέα και γράφουν τέτοιες ανοησίες, κλανώνται κλάνην οικτράν.

(από Khan, 19/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρωτεΐνη του τρίτου κύκλου του Κρεμπς, της ανοσιοδιασταλτικής γονιδιακής φωσφατίνης, της οικογένειας των φεϊσμπουκιδών.

Εμφανίζεται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε με απλή ενεργητική μορφή, είτε στην βαρύτερη αυτοάνοση και αυτοπαθή. Πρόκειται για την ανάγκη κάποιου να βγάζει στη φόρα τα σώψυχα, τα σώβρακα και τα γκαγκά του προς άγραν μερικών like, να δημοσιεύει hoaxes τόσο προφανή όπως «Σοκ, δείτε τον άνθρωπο που έφαγε 2.5 κιλά φασολάδα βραστερή και δεν έκλασε» ή «chain messages» σαν το κλασικό «στα 12 shares που θα γίνουν απ το δικό σου μεγαλώνει ο παργαλάτσος σου 12micron».

Η δράση της είναι άμεση, καταπραϋντική και αντιγηραντική. Εκλύεται ακόμη με δημοσίευση τραγουδιών με άποψη και σπάνιων, που κανείς δεν ξέρει όπως το «nothing else matters», «losing my religion» αν πρόκειται για ξαναμμένο ροκά ή τη «συννεφιασμένη κυριακή» αν είναι λαϊκό παιδί. Από κάτω βάζει πρώτος το like παίρνοντας την ημερήσια συνιστώμενη δόση του. Αυτή είναι και η βαριά μορφή της μεταλλαγμένης likeίνης, εφάμιλλη του αυνανισμού μπροστά σε καθρέφτη με φαντασίωση φτασμένου γαμιάς.

Ρε μαλάκα θα τη μπλοκάρω την Τασούλα απ το φουμπου, έβγαλε φωτό την πρώτη ματωμένη σερβιέτα της, τζάνκι για likeίνη έχει καταντήσει.

(από Khan, 28/11/13)(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Αντίπαλον πέος»: φόβος από ισόπαλο ανταγωνιστή, αίσθημα φόβου που προέρχεται από εχθρό εξ ίσου ισχυρό // εχθρός, αντίπαλος, ανταγωνιστής, αντίμαχος, αντίζηλος. Π.χ. «Αυτό που κρατά τη μεταξύ τους ισορροπία είναι το αντίπαλον πέος».

Πρβλ. Θουκ. ΙΙΙ 11,2: ''Το δε αντίπαλον πέος μόνον πιστόν ες ξυμμαχίαν. Ο γαρ παραβαίνειν τι βουλόμενος τω μη προέχων αν απελθείν αποτρέπεται''.

Μπορούσε να λέγεται και «Αντίπαλων δέος», αλλά τετριμμένα λόγια

Ξέροντας τα μυστικά όπλα των Εγγλέζων (και είναι γεγονός): οι βόμβες που προκαλούν ομοφυλοφιλία. Τη ρίχνεις στον αντίπαλο, αλληλοπηδιούνται και που όρεξη για πόλεμο. Ε καλά τι άλλου είδους βόμβα θα είχαν ανακαλύψει οι ανγκλέζοι, παρά την πουστόβομβα…

Τέλος πάντων, το αντίπαλων πέος μετρά και κρατά ισορροπία στον κόσμο.

Πως όμως ξέρομε το μέγεθος του οχθρού, όρε; Στέλνομε μία κατασκοπίνα να γυρίσει πίσω και να μας πει. Αν δεν γυρίσει όμως να μας το πει, τότε χάσαμε το παιχνίδι: είναι μεγαλύτερος ο εχθρός…

Κατασκοπίνα σε αντίπαλη κατασκοπίνα, που συναντήθηκαν μετά το πέρας των αποστολών τους σε ένα καφέ:
- Άσ’ τα μωρέ, μπάμια το καβλάκι του δικού σου… - Ναι μωρέ, το ίδιο του δικού σου!
- Άντε, ας τελειώσουμε το καφεδάκι και να τους πούμε τα μαντάτα να ηρεμήσουμε.

Άλλο Poetry και άλλο Pottery! (από Vrastaman, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified