Εμπνευσμένη έκφραση προερχόμενη από τη γνωστή τεκίλα Jose Cuervo και το χώσιμο με την έννοια της αγγαρείας, έννοια και την οποία εξάλλου εμπεριέχει. Η χρήση της συναντάται συχνά στους στρατιωτικούς κύκλους.

- Άντε ρε Γιάννη! Τι κάθεσαι όλη μέρα στο θάλαμο; Τον άρρωστο παριστάνεις;
- Ίσα ρε ψάρακα! Έχεις όρεξη να φάμε κανά χοσέ κουέρβο μεσημεριάτικο; Άραξε στα κυβικά σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Αγγλική χροιά στη λέξη φίδι που υποδηλώνει τον στρατιώτη, συνήθως παλιό, που δεν τον χώνουν, και είναι πάντα αραχτός και όταν οι νέοι πήζουν αυτός λίαζεται έξω όπως τα φίδια το καλοκαίρι.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την παλιά διαφήμιση απορρυπαντικού πιάτων «στη Βιλαρίμπα ακόμα τρίβουνε» (τα ταψιά).

Έχει γίνει συνώνυμο της αγγαρείας στα μαγειρεία.

- Γεωργίου και Δημητρίου, απόψε θα πάτε στη Βιλαρίμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται στον στρατό και συγκεκριμένα στα τεθωρακισμένα όταν σε βάζουν αγγαρεία στον όρχο αρμάτων.

Διοικητής Ίλης: Παπαδόπουλε και Δημητριάδη. Όρχο αρμάτων και γρηγορα.
Φαντάρος: Πω πω ρε σειρούλες, χοσέ αρμάντο που φάγατε πρωινιάτικα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στον στρατό, η μονάδα που είναι πολύ «εύκολη», δεν έχει πολλές αγγαρείες, έχει καλή διοίκηση, και γενικά περνάνε καλά όλοι οι φαντάροι.

Πολύ τυχερός ο Γιώργος, υπηρετεί με απόσπαση σε μια μικρή μονάδα που έχει μόνο μια σκοπιά και το φαγητό τους το φέρνουν απο άλλο στρατόπεδο. Και ο διοικητής τους έχει όλους μία-μία. Εντελώς χυμείο δηλαδή!

Εκ του χύμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, κοροϊδευτικά τα αρχικά της Πολεμικής Αεροπορίας, παραφρασμένα σε Ποτέ Αγγαρεία.

-Πού έκανες τη θητεία σου;
-Ημουν στην Πολεμική Αεροπορία. -Βύσμα! Ποτέ Αγγαρεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπισκότο στην Καλιαρντή σήμαινε τον χουντικό, απλό υποστηρικτή του δικτάτορα ή/και χαφιέ. Η σημασία προέκυψε συνειρμικά από τα μπισκότα Παπαδοπούλου.

Η λέξη πριν το ’67 ήταν μπισκοτότεκνο και σήμαινε τον αξιαγάμητο στρατιώτη, το λόμπα. Ο στρατός γενικότερα ελεγχόταν από επίδοξους χουνταίους. Όταν μας έκατσε λοιπόν ο φλεγόμενος φοίνικας, η λέξη μπισκότο αυτονομήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των ομοφυλόφιλων, πολλοί απ’ τους οποίους φύσει και θέσει ήταν αντικαθεστωτικοί. Με τη μεταπολίτευση και κυρίως μετά το ’81 η λέξη περιέπεσε σε αχρησία. Στο μεταξύ οι ομοφυλόφιλοι οργανώθηκαν (ΑΚΟΑ) και το ’78 κυκλοφόρησαν ένα από τα πιο προχώ περιοδικά (ΑΜΦΙ), που έφεραν τους ομοφυλόφιλους κοντά στο ενεργό και ανήσυχο φοιτητικό (και όχι μόνο) κίνημα της αμφισβήτησης. Κατηγορήθηκαν για ελιτισμό-Βελτσισμό από αντίπαλη ομάδα, με το περιοδικό Κράξιμο και το ’88 το ΑΜΦΙ σταμάτησε να κυκλοφορεί. Κι οι χαφιέδες έπιασαν αλλού δουλειά.

Σχετικό γλωσσάρι:

κατσικέ: ο αριστερός
ναψιάρης: το καρφί, ο καταδότης, ο κουτσομπόλης, ο σπιούνος (ίσως εκ του αναψιάρης
προβατέ: ο δεξιός
τζασροβεσπάκης: ο φασίστας

Δε γνωρίζω αν οι νεότεροι ομοφυλόφιλοι επινόησαν ξανά τη λέξη μπισκότο (ως κολομπαράς) από τα El bisko (o Xότζας ίσως μας διαφωτίσει).

Βλ. επίσης μπισκότο, τα cookies στον κομπιούτορα.

Πηγή: Πετρόπουλος και πρωτογενής έρευνα.

H Πάολα και ο Μητσάρας σε αφισοκόλληση κάπου το ’80, μεσάνυχτα, ο Μητσάρας κολλάει κι Πάολα κάνει τον τσιλιαδόρο σιγομουρμουρίζοντας το εξής:

“Πω-πω-πω μια ευκαιρία
Ψηφίστε Μανολία
Να’ χει ο δρόμος δυο τζουρά (ουρητήρια-ψωνιστήρια)
Και όχι υπουργεία,
Να πηγαίνουν οι αδερφές
Να δικέλουν σερμελιές (να κόβουν μπαργαλάτσους)
Και ν’ αβέλουν τις μπαρές” (να διαλέγουν τους χοντρούς)
(Πετρόπουλος)

Μητσάρας: “Σιγά ρε, κι οι τοίχοι έχουν αφτιά”.
Πάολα: “Παντού μπισκότα...”
Και μετά από λίγο η Πάολα λέει βραχνά: “Τζάσε Μητσάρα, μπισκότο, μπισκότοοο!”

αυτό λες μάλλον... (από BuBis, 30/09/09)Ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται! (από Khan, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο πάνω στον χαρακτηρισμό ενός οπλίτη ως «Ελεύθερου Υπηρεσίας» (Ε.Υ).από τον Ιατρό του Τάγματος.

Ο Ελεύθερος Ζωής είναι ο κλασικός μίζερος άνθρωπος όπου αρνείται να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε δραστηριότητα, γεγονός που τον διαφοροποιεί από τον πραγματικά Ελεύθερο Υπηρεσίας.

Χάρη στην αργκό συνεπώς προσδιορίζονται «Ελεύθεροι Υπηρεσίας» δύο ταχυτήτων, ώστε να ξεχωρίσει η ήρα από το σιτάρι.

- Βγήκα πάλι Ε.Υ για να μην πάω στη Βολή σήμερα.
- Καψερέ, εσύ είσαι Ελεύθερος Ζωής. Καληνύχτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ το πίξελ ή εικονοστοιχείο (<PICture ELement = στοιχείο εικόνας) είναι ένα «σημείο» μιας εικόνας που εμφανίζεται στην οθόνη ενός υπολογιστικού συστήματος, δηλαδή, για το υπολογιστικό σύστημα, ένα δείγμα πληροφορίας, το πήξελ με ήτα είναι μονάδα μέτρησης του πηξίματος. Εφαρμόζεται σε μούνες και συνήθως μετριέται σε μέγκα-πήξελ ή γκίγκα-πήξελ.

Άσ' τα να πάνε, 5-1 με παίζει, μιλάμε για τρελά γκίγκα-πήξελ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ παλιά έκφραση της στρατιωτικής αργκό για την μηνιαία φυλακή. Προφ λογοπαίγνιο μεταξύ των μήνας και μιναρές (για την σλανγκική χρήση του οποίου βλ. μιναρές).

Μπαΐλντισε με τον στρατό, το πειθαρχείο, τους μηναρέδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified