Further tags

Έχει περάσει η ώρα, είναι αργά και κάτι παραπάνω...

[i]- Παλικάρι μου τι ώρα γύρισες χθες το βράδυ;
- Αργάμισι![/i]

Συνηθισμένη έκφραση, ευφυολόγημα από τα νιάτα και όχι μόνο.

Καλά ρε, τι περιμένουμε, ο Κωστής, το βλέπω να 'ρχεται αργάμισι!

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρεμάρα που δεν πάει άλλο και που έχει σαν αποτέλεσμα το πήξιμο, την πηξομουνίαση, όταν δηλαδή έχει πήξει το μουνί μας.

Η έκφραση θέλει να ακούγεται ξενική (πχ όπως ακούγεται το κλάιν μάιν) και ταιριάζει ωραία με το λογοπαίγνιο μουν (μουνί) και moon (φεγγάρι).

Υπάρχει και το πυξλαμούν ή, όπως πρωτολανσαρίστηκε η έκφραση: Πυξ μουν λαξ, λογοπαίγνιο με το γκρουπάκι Πυξ Λαξ. Για όσους πήζουν ακούγοντάς τους, το λογοπαίγνιο είναι ακόμα πιο πετυχημένο.

- Πολύ πηξ μουν λαξ σε βλέπω, τι τρέχει;
- Τίποτα, πήζω.

(από Jonas, 27/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλείψιμο, είτε με τη μεταφορική έννοια, είτε με την κυριολεκτική.

Πολύ κωλογλείφτης ο φίλος σου, ε; Όλο γλειφτετέλια είναι. Πες του να τη κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομερά βρωμερό / αηδιαστικό χέσιμο. Τόσο, που ο επόμενος δεν μπορεί να πλησιάσει το μπάνιο για αρκετή ώρα. Τις περισσότερες φορές, συμβαίνει λόγω κακής ποιότητας τροφής, δηλητηρίασης ή απλά πολύ πικάντικου/καυτερού φαγητού.

Ο όρος φυσικά προέρχεται από το κόμμα / παραμιλιταριστική /τ ρομοκρατική οργάνωση του Λιβάνου, λόγω της προφανής ηχητικής ομοιότητας της λέξης και ταυτόχρονα της τρομερής επικινδυνότητας των δύο εννοιών. Για το λόγο αυτό, αυτού του είδους το χέσιμο διατηρεί το θηλυκό γένος του όρου (βλ. παράδειγμα).

- Ωραία τα μεξικάνικα χτες, αλλά το πρωί αμόλησα μια χεζμπολάχ που γκρίνιαζε όλη η γειτονιά από τη βρώμα.

- Ρε μαλάκες, ποιος εξαπέλυσε τη χεζμπολάχ μέσα στο μπάνιο μου; Πώς θα κάνω μπάνιο τώρα;

(από Vrastaman, 23/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σύγχρονες παροιμίες είναι βγαλμένες από τις κλασικές παλαιές και καλές παροιμίες που όλοι ξέρουμε, και είναι διαφοροποιημένες και εκμοντερνισμένες ολίγον τι.

Στο νέτι εδώ: Πας για μαλλί; φερε και κανά ποπ κορν...

καουκα (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για άντρα γύρω στα σαράντα περίπου που αρχίζει να κάνει τις πρώτες άσπρες τούφες, ιδίως αν είναι μπροστά. Προφ παρομοιάζεται με τις επιτηδευμένες ανταύγειες που κάνουν οι γυναίκες στα μαλλιά τους. Κακά μαντάτα!

- Τι γίνεσαι ρε Μιχάλη; Καιρό έχουμε να ειδωθούμε! Απ' ό,τι βλέπω κάνεις τα μαλλιά σου ανταύγειες!
- Άσ' τα να πάνε! Πώς να μην ασπρίσω με τόση αγωνία για τα χρέη...

Got a better definition? Add it!

Published

Σκίζομαι στην εξάσκηση, αναφέρεται κυρίως στις ασκήσεις μαθητών και φοιτητών.

Για να πάρεις καλό βαθμό πρέπει να εξασκιστείς στις ασκήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Μιλάμε για διακήδευμα όταν το διακύβευμα είναι τι είδους κηδεία θα διαλέξεις. Σαν να λέμε θες να σε θάψουν, να σε καύσουν ή να σε ταριχεύσουν ένα πράμα.

Το διακύβευμα είναι μια πολύ μουράτη λέξη και σχετικά νεόκοπη ψαγμενιά, που μεταφέρει κυρίως το γαλλικό enjeu, και λιγότερο το αγγλικό at stake και άλλες εκφράσεις (παλιότερα υπήρχε το ρήμα διακυβεύω-όμαι, αλλά όχι το ουσιαστικό, βλ. το ιστολόι του Ν. Σαραντάκου για πλήρη ανάλα). Ειδικά στην προεκλογική περίοδο πριν από τις εκλογές της 6/5/2012 (και κάπως λιγότερο στις εκλογές του 2009) φορέθηκε τόσο πολύ ώστε αρχίδει και κουράδει, αφού όλοι οι πολιτικοί αντί να ζητάν απλώς την ψήφο μας βαττολογούν πλέον ad nauseam για το διακύβευμα των εκλογών. Σε δειμοκρατικά πλαίσια ο καθένας προβάλλει το δικό του εκβιαστικό δίλημμα, για άλλον το διακύβευμα είναι Μνημόνιο ή Αντιμνημόνιο, για άλλον Ευρώ ή δραχμή (άκα κόμμα ευθύνης ή κόμμα δραχμής), για άλλον Ευρώπη ή Αφρική (πλέον μάλλον η Ευρόπη, όπως καλλιόπη, σημαίνει την διανοιγείσα ευρεία οπή), για άλλον υποταγή ή εθνική υπερηφάνεια. Σε κάθε περίπτωση μάλλον πρόκειται για διακήδευμα και όχι για διακύβευμα, αφού αυτό που καλούμαστε να επιλέξουμε είναι το είδος της κηδείας μας, ή στην καλύτερη περίπτωση το πόσο θα αναβληθεί.

Η λέξη διακήδευμα εμφανίζεται συνήθως ως μαργαριτάρι τ. παπαριά καμαρωτή πολιτικών και πολιτικολογούντων, που θέλουν να φανούν ψαγμένοι αλλά δεν το έχουν. Μόλις και μετά βίας μπορεί το μαργαριτάρι να καλυφθεί α πουστεριόρι με την δικαιολογία ότι πρόκειται για το αρχαίο κῆδος= φροντίδα. Τα κωμικά αυτά ολισθήματα ερμηνεύονται ως φροϋδικά σλιπάκια, οπότε ο όρος διακήδευμα ετυμολογείται από το κηδεία για να σατιρίσει την στομφώδη διανοουμενέ εμμονή στην λέξη διακύβευμα . Εδώ πάντως αναφέρεται ως μαργαριτάρι πολιτικού το οποίο ο Τακίς το ορθογραφεί χαριτωμενίστικα ως διακύδευμα και καλά από το κῦδος (= δόξα).

  1. - αυτο το «διακυβευμα».. σχεδον παντα το μπερδευα..
    με το διακηδευμα...
    (αδοκιμος ορος ,αλλα καταλαβαινεις τι θελει να πει κιολας..) -Να ρωτήσω με το διακήδευμα υπονοείτε και κάτι σε κηδεία από το ρήμα κηδεύω; Μάλλον δεν αναφέρεστε στο κήδος, την φροντίδα, από το ρήμα κήδομαι, φροντίζω. Και πάλι δε νομίζω ότι είμαστε για κηδείες όσο για τα πανηγύρια... (Εδώ).

  2. Το μεγάλο διακήδευμα των εκλογών είναι αν θέλουμε ένα κόμμα που θα μας οδηγήσει στην χρεωκοπία μέσω της ύφεσης των μέτρων του Μνημονίου ή ένα κόμμα που θα μας οδηγήσει στην έξωση από το Ευρώ και τον καταστροφικό πληθωρισμό που θα επακολουθήσει.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκ του πέρασα ΚΤΕΟ. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται από γυναίκες και από gay. Συγκεκριμένα σημαίνει ότι γαμήθηκε μια χρονική περίοδο.

Λόλα: - Βγήκες τελικά με το παιδί που σου σύστησα;
Λίλη: - Ναι. Και με πέρασε ΠΕΟ μάλιστα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ παλιά έκφραση της στρατιωτικής αργκό για την μηνιαία φυλακή. Προφ λογοπαίγνιο μεταξύ των μήνας και μιναρές (για την σλανγκική χρήση του οποίου βλ. μιναρές).

Μπαΐλντισε με τον στρατό, το πειθαρχείο, τους μηναρέδες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified