Further tags

Το σώβρακο. Επειδή έχει μέσα πουλί.

Σαν το κορόιδο στο κλουβί.
(στίχος από «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί»)

Got a better definition? Add it!

Published

Ταβερνιέ ή ταβερνιόν (Tavernier-Tavergnon) είναι το εκλεκτό βαρελίσιο κρασί που διαθέτουν οι ταβέρνες και ο τύπος που μας παίρνει παραγγελία το προτείνει πάντα. Είναι σαφώς ανώτερο από όλα τα γαλλικά-ιταλικά-λατινοαμερικάνικα νερά με γεύση που κυκλοφορούν στην αγορά (και που φυσικά τα διαθέτει η ταβέρνα αλλά ο σερβιτόρος μας έκοψε για έξυπνα παιδιά για να χαραμιζόμαστε με τέτοια ποτά) και τις περισσότερες φορές το έχει φτιάξει ο ξάδερφος του ιδιοκτήτη στο χωριό του.

Σερβίρεται συνήθως σε κόκκινο τσίγκινο καραφάκι «αυτοπλυνόμενο» αφού «ποιος ανώμαλος θα πιει κατευθείαν από την κανάτα (για το νερό) ή από το καραφάκι για να το πλύνουμε;». Φυσικά έχει την ιδιότητα να γίνεται ό,τι προστάξει ο πελάτης: Μπρούσκο; Μπρούσκο! Ημίγλυκο; Ημίγλυκο! Γλυκό; Γλυκό! Κάτι-ελαφρύ-γιατί-εγώ-θα-οδηγήσω-και-δε-θέλω-να-πιω-πολύ; Όλο αυτό! Ακόμη δεν έχει εφευρεθεί μείγμα που να γίνεται αυτόματα κόκκινο και λευκό αλλά πού θα πάει, θα γίνει κι αυτό.

(Ο Τάκης περνάει να δει το φίλο του Στέλιο και τον βλέπει λιώμα)

Τ: Τι έπαθες ρε Στέλιο κι είσαι έτσι; Ποιός ξέρει τι ήπιες πάλι χτες.
Σ: Άσε ρε φίλε, 3 ποτηράκια ταβερνιέ ήπια και είδα τον Τζόνι να παλεύει με την πέρδικα, κομμάτια σου μιλάω.
Τ: Ωχ... τι ποικιλίας ήταν;
Σ: Κυρ-Διονύση, που έχει «Το Σπίτι Του Καλοφαγά».
Τ: Τα ήθελε ο κώλος σου αγόρι μου, αφού ξέρεις ότι είναι συνέταιρος σε εταιρεία υγρών καυσίμων. Κάτσε να σε περιποιηθεί ο χανγκάιβερ και να νιώσεις στο πεντάλεπτο. Πες μου τώρα αν έχεις πούπουλα κότας αλανιάρας, φωτογραφία του Μάικλ Τζάκσον χωρισμένη σε πριν-μετά, 3 εμ εν εμς κίτρινα χωρίς φιστίκι, ένα βιβλίο που να γράφει μέσα τη λέξη «συναμφότερον» και τα αρχίδια να χορέψεις γυμνός γύρω από ένα χιονάνθρωπο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της πρότασης «που ρουφάνε».

Κοινώς ο... ποιητής θέλει ένα καλαμάκι για το καφέ-χυμό ή άλλο ποτό που θέλει να απολαύσει και δεν γίνεται χωρίς αυτό.

(Δείχνοντας τον καφέ-φραπέ:)

- Θα μου φέρεις ένα πουρουφάν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tα κινούμενα σχέδια, γνωστά και ως μίκι μάους.

-Kαλά ρε, πάλι στρουμφάκια έβλεπες;
-Αφού το ξέρεις, έχω αδυναμία στα κουνημένα σχέδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας σέρβερ του ίντερνετ καφέ που σέρνεται και δεν αποδίδει την κατάλληλη ταχύτητα ή απλά κολλάει το δίκτυό του.

- Τι μηχάνημα έχουν στο μαγαζί;
- Σέρνερ.
- Πάμε αλλού για μάχη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το γυναικείο εσώρουχο τύπου στρινγκ, που η πίσω όψη του αποτελείται από λεπτό κορδόνι που χάνεται ανάμεσα στα κωλομέρια.

  2. Η γυναίκα που ανάμεσα στο παντελόνι και τη μπλούζα της διαφαίνεται το πάνω μέρος του εσώρουχού της, είτε είναι τύπου στρινγκ είτε παρεμφερές.

Προέλευση:

Προέρχεται από το όνομα του ποδοσφαιριστή Παναγιώτη Κορδονούρη λόγω προφανούς ηχητικής συγγένειας και ενδέχεται να πρωτοδιαδόθηκε ως όρος από αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.

  1. ...κάνω που λες στην άκρη τον κορδονούρη με το μικρό μου δαχτυλάκι, παίρνω φόρα και βουρ για το γκρόβερ!

  2. - Σσσσσσσσσσσσσ! Πιάσε ρε μαλάκα ένα κορδονούρη που περνάει...
    - Αυτό δεν είναι σώβρακο ρε φίλε, αυτό είναι μεσινέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συσκευή αναπαραγωγής στρογγυλών, γυαλιστερών και εξοργιστικά ευαίσθητων στις δαχτυλιές και τα γρατζουνίσματα μέσων αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων ήχου και εικόνας. Η ονομασία της προκύπτει από την παράλειψη αλλαγής του πληκτρολογίου από ελληνικό σε αγγλικό κατά την αναγραφή του κοινωνικά αποδεκτού αρκτικόλεξου DVD (ντιβιντί).

δωδ

Εντούτοις, ο προφήτης-βιβλιοπώλης-φυσικός Λιακόπουλος ισχυρίζεται ότι η προέλευση της λέξης είναι, στην πραγματικότητα, ελληνική: οι Ελ είχαν αναπτύξει την τεχνολογία δωδ στον Σείριο, απλώς δεν ευδόκησαν να την μεταδώσουν στους απογόνους τους στη Γη. Η δε λέξη «ντιβιντί» είναι παραφθορά του όρου «διβιδή» - παρήχηση του δίβιδη. Διότι, ως γνωστόν, η συσκευή στερεώνεται στο κυτίον του υπολογιστή με δύο βίδες.

Εικάζεται ότι ο δίσκος της Φαιστού ήταν μια εξαιρετικά παραστρατημένη απόπειρα να χαραχτεί ένα δωδ από τους ευρισκόμενους ακόμη σε σχετική σύγχυση και στερούμενους τεχνικού εξοπλισμού Ελληνίκιους της Μινωικής Περιόδου.

Στη σύγχρονη εποχή, ο καθένας μπορεί να γράψει ένα ΔΩΔ με ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του. Υπάρχουν δύο τύποι δίσκων, τα ΔΩΔ Πλας Ρω και τα ΔΩΔ Πλην Ρω.

Γιβε με τηε δωδ το πλαυ ιτ ,,, γμτ σκατά! μισό...
..
...
....
Give me the dvd to play it. Ok, that's better.

(από xeskist, 17/05/10)(από GATZMAN, 04/10/10)

Πηγή: Φρικηπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published

Οτιδήποτε παλιομοδίτικο, από την εποχή του Νώε και βάλε.

Συναντάται επίσης και το επίθετο παπουίστικος, -η, -ο με την ίδια σημασία.

- Σου αρέσει η μπλούζα που αγόρασα;
- Πολύ παπούα είναι βρε παιδί μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ελληνική λέξη μπάφος. Συνήθως έτσι ονομάζεται ο μπάφος στα σπίτια των Ελλήνων φοιτητών που σπουδάζουν κυρίως στο UK.

- Yo chickano στρίβουμε κάνα μπέιφ;
- Άντε κάνε δουλειά chiiiiiiiiiiiiiiick.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ δυνατό κλιματιστικό, αυτό που δημιουργεί πολικό κλίμα. Προέρχεται απο την αρκούδα και το air-condition, σε σύμπτυξη.

- Είχε βάλει στο αμάξι το αρκουδίσιον στο φουλ, ο μπαγλαμάς, και το δαγκώσαμε μέχρι να φτάσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified