Further tags

Το λήμμα χρησιμοποιείται ως σκόπιμη παραλλαγή της λέξης «βάρδος», προσδίδοντας στα λεγόμενα μας μια σκωπτική διάθεση όταν αναφερόμαστε σε κάποιον γνήσιο λαϊκό τραγουδιστή. Βέβαια, καλό είναι να μη μας ακούσει ο ίδιος, γιατί συνήθως πρόκειται για ασίκη τύπο που ξηγιέται μόρτικα και δεν είμαστε για τέτοια.

Σημειωτέον, για να χαρακτηριστεί ένας αοιδός ως «λαϊκός φάρδος», πρέπει να συγκεντρώνει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • ηλικία άνω των 60 και παραπανίσια κιλά
  • χρυσά δόντια, πούρο, γκρίζα περούκα και μαύρο γυαλί ηλίου
  • να έχει κάνει πάνω από 5 come back στην πολυκύμαντη καριέρα του
  • να τραγουδάει άσματα με παρατεταμένες χασμωδίες όπως -εεεεε, -ουουουου, -αααααα, -οοοοοο κ.λπ. και
  • τα άσματά του να περιέχουν τετριμμένες, «φθηνές» ομοιοκαταληξίες του τύπου «χέρια-μαχαίρια», «μάτια-κομμάτια», «μόνος μου-πόνος μου»

- Κοντά μας έχουμε έναν γνήσιο λαϊκό φάρδο, τον Μπάμπη Μπουλκουμέ, που θα μας μεταφέρει με τα χασικλίδικά του στην Τρούμπα του Μεσοπολέμου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο σερ που είναι σε κάθε χαζή εκδήλωση.

  2. Ο Τούρκος τζέντλεμαν (είδος προς εξαφάνιση).

-Κοίτα στο Τι-βι Έθνος τον κύριο. Τι ωραίος άντρας!
-Τι λες, ρε, σ' αρέσει ο ασαν-σέρ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ξεσαλώνει και μπαν-ίζει τεκνά, λογοπαίγνιο που αναφέρεται και στη σεξουαλική χρήση της μπανάνας (με πιάνετε;).

-«Εκδήλωση για το περιβάλλον, παραβρέθηκε η Μιμή Ντενίση...»
-Πάλι έξω βγήκε η μπανάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προπονητής των οπισθίων!

Πήρε έναν προπονητή η Έβερτον, Χοσέ Μουνίνιο μάς βγήκε!

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).

Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.

Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...

(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).

Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).

- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιησουϊτισμός για τον κυριλέ. Προφάνουσλυ, επειδή ο έτερος των φωτιστώνε των Σλάβωνε, εκτός από τον Κύριλλο, ήταν ο Μεθόδιος. Νταξ μπορεί να σημαίνει και τον μεθοδικά κυριλέ, αυτόν που είναι πολύ comme il faut μεθοδικός ή περίπου.

Η έκφραση δεν ανήκει στα ceci n'est pas tellement slangue, αλλά μάλλον στα ceci n'est pas du tout slangue. Πλην, καθώς μετά από την εισαγωγή της από τον Ιησού, χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το νέο λουκ της εθνικής μας εφημερίδας Φραπέ Σλανγκόσιπ, έκτοτε προωθήθηκε από τους γνωστούς άγνωστους που προωθούν τον τιραμισουρεαλισμό και την λεξιπλαστική χειρουργική στο σάιτ.

Άλλωστε, για να παραφράσω τον συνονόματο του Ιησού, «όπου εισί δύο ή τρεις Σλάνγκοι συνηγμένοι εν τω ονόματι της σλανγκ, εκεί και η σλανγκ εν μέσω αυτών».

Αλλάξαμε εμφάνιση (ελπίζουμε το νέο μεθοδέ λουκ να σας αρέσει), αλλά παραμένουμε αποκαλυπτικοί και πλούσιοι σε τασιενέργεια.

(Από το editorial της Φραπέ νο3).

Το μεθοδέ λουκ ήταν πολύ της μοδός στον 9ο αιώνα. (από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γέρος απροσδιορίστου ηλικίας που προσπαθεί να το παίξει κάγκουρας. Προδίδεται όμως τελικά από το γεγονός ότι πρέπει να χρησιμοποιεί μαγκούρα.

Κοίτα, ρε, το μάγκουρα με το φτιαγμένο το Subaru!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίχτης ποδοσφαίρου του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι, με την παραμικρή (ή πολλάκις και ανύπαρκτη) αφορμή, πέφτει στο χόρτο, με απώτερο σκοπό να αποσπάσει πέτσινο φάουλ, πέναλτυ, έμμεσο κτλ ανάλογα τη γκαβομάρα (ή μεροληψία) του άρχοντα του αγώνα (βλ. διαιτητής). Η λέξη κάνει και ρίμα παίχτης-πέφτης, κάτι που συντελεί στη βιωσιμότητά της. Η πτώση σχεδόν πάντα συνοδεύεται από θετρινισμούς ντεμέκ, «με σκότωσε», «με σακάτεψε», όπερ σημαίνει καλός πέφτης ίσον και καλός ηθοποιός.

- Σφύρα το ρε κοράκι. Δε βλέπεις που τον σακάτεψε; Σφαδάζει ο άνθρωπος!!!
- Τι να το δώσει ρε μεγάλε; Λες και δεν τον ξέρουμε τον καραγκούνη. Μεγάλος πέφτης!

Kαραγκούνης σε ύπτιο (από allivegp, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια ακόμη πιο κουλέζικη λέξη για τον φλώρο ή φλωρούμπα. Λόγω και του θηλυκού γένους, αλλά και της εσάνς που έχει η Φλωρεντία σαν πόλη των τεχνών, της ομορφιάς, της Αναγέννησης κ.τ.λ. ο όρος έχει μια λίγο πιο γκέι χροιά από τον απλό φλώρο. Γιατί εννοείται βέβαια ότι το κουλέζικο λογοπαίγνιο αφορά στην Φλωρεντία (Firenze), την σπουδαία πόλη της Τοσκάνης, που άκμασε κατά την Αναγέννηση, και είναι φημισμένη για την ομορφιά της. Εξάλλου, πολλοί από τους Φλωρεντίνους γκεϊλλιτέχνες, την ανακαλύπτανε την φωτοσκίαση, όπως μπορεί να βεβαιώσει και ο τεχνοκριτικός του σάιτ μας JohnBlack.

Όμως, παραμένει αμφίβολη η ετυμολογική σχέση, και εδώ το ζήτημα της ετυμολογίας του φλώρου είναι ανοιχτό. Γιατί, σύμφωνα με τον Μπάμπη:

Φλωρεντία < λατινικό Florentia < florens = ανθισμένος < florere < flos- floris = άνθος
(ενώ Firenze < Fiorenza < Florentia).

Όμως:

φλώρος < αρχαίο χλωρίων (κατά παρετυμολογία από το φλουρί) < χλωρός.

Όπου ο φλώρος θεωρείται ότι προέρχεται από το ομώνυμο ωδικό πτηνό με μελωδικό κελάηδημα, λαμπερό ελαιοπράσινο φτέρωμα, μεγάλες κίτρινες κηλίδες στις φτερούγες και την ουρά και υπόλευκο άνθος.

Είναι όμως όντως έτσι; Εγώ νόμιζα πάντα ότι φλώρος= ο λουλουδάτος.

Και β) πώς ορίζουμε τον φλώρο; Μήπως ήρθε η ώρα για μια αποδόμηση της παραδοσιακής έννοιας του φλώρου, αντίστοιχη με αυτή που έγινε για το φρικιό; Μήπως κατορθώσει κι ο Άλλος να ξαναμπεί στην κούρσα για το Non-Kavli Anti-Prize;

Πηγή: Σχόλιο του the tongue στο λήμμα φλώρος / φλωρούμπας.

- Φλωρίζει λίγο ο Πέρι, ή μου φαίνεται;
- Ποια λες, την φλωρεντία; Μα δεν το βλέπεις ότι ο τύπος την απεικονίζει την προοπτική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια ακόμη πιο κουλέζικη λέξη για να περιγράψει τον φλώρο ή φλωρούμπα, την φλωρεντία (ενδεχομένως και περιπτωσιοποιήσεις του, όπως ο ιστιοφλώρος και ο κουκουλοφλώρος). Λόγω θηλυκού γένους και σχέσης με ζαχαροπλαστική, τείνει να περιγράψει και φλώρους που την μαρμελαδώνουνε την ζύμη.

Πώς έφτασε η πάστα φλόρα να σημαίνει τον φλωρούμπα;

Ως προς την ετυμολογία της πάστα-φλόρας, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ετυμολογιών. Σύμφωνα με την πρώτη, πρόκειται για την πάστα, που έφτιαξε κάποια Φλώρα. Σύμφωνα με την δεύτερη, πάστα φλόρα στην πραγματικότητα είναι η pasta frolla, που σημαίνει shortcrust pastry ή ζύμη ζαχαροπλαστικής ή έστω ζύμη για τάρτες. Κατά το Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής:

«Η πάστα φλόρα είναι γλύκισμα που παρασκευάζεται με ζύμη ζαχαροπλαστικής, η οποία στρώνεται σε ταψί, καλύπτεται με ένα στρώμα μαρμελάδας και διακοσμείται με λεπτές λωρίδες από την ίδια ζύμη, που τοποθετούνται σταυρωτά έτσι ώστε να σχηματίζουν ρόμβους. [ιταλ. pasta frolla με μετάθ. του [r]].» (Δες το www.lexilogia.gr για την σχετική συζήτηση.)

Δεν έχει σχέση, λοιπόν, με λουλούδια στα λατινικά (προς μεγάλη μου απογοήτευση), ούτε με το πουλί φλώρος και ωσεκτουτού δεν υπάρχει κανένας λόγος να γράφεται με ωμέγα, αν δεν λανθάνει κάποιο ιδιοφυές σλανγκικό λογοπαίγνιο για τους φλώρους (όπως εδώ). Υπάρχει πάντως τουλάστιχον ένα βλόγιοναφιερωμένο στην πάρτη της.

Μια εναλλακτική άποψη έχει η Φρικούλα, που θεωρεί ότι η πάστα φλώρα προέρχεται από το μάστα φλώρα, και σημαίνει τον Μέγα Μάγιστρο του φλωροσιναφιού.

Θα προσθέταμε ότι παραπέμπει πιθανόν σε φλώρο που αποτελεί παστάκι για μεγαλύτερους σύντεκνους.

Τέλος, η έκφραση έχει μείνει περίφημη από τον ρόλο που έπαιξε η Μαίρη Αρώνη στο Μια Τρελή Οικογένεια, οπότε μπορεί να περιγράψει την γυναίκα που της μοιάζει έχοντας τουπέ, όντας κυριολεκτικά μεγαλωμένη με γαλλικά και πιάνο, αλλά παραμένοντας Ελλεεινίδα θείτσα. Ή έναν αντίστοιχο πάστα φλώρο, αν μπορούμε να φανταστούμε έναν φλώρο- θείτσο.

Ασίστ: Σχόλιο του the tongue στο λήμμα φλώρος / φλωρούμπας.

Επειδή το μυαλό των φλώρων παρομοιάζεται συχνά με ένα άδειο βαρέλι, γεμάτο με πάστα, οι φλώρο-μάστερς αυτο(;)αποκαλούνται «πάστερς». Ο ανώτατος πάστερ-φλώρος χρίζεται «πάστα 'da masta' φλώρα» από την Μετωπική Ένωση Φλώρων.

Από την Φρικηπαίδεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified